30 Οκτ 2025
Η εγκαλούσα, η οποία ήταν υπάλληλος του δεύτερου κατηγορουμένου, ισχυρίστηκε ότι αυτός με πιέσεις και παραινέσεις, εκμεταλλευόμενος την υπαλληλική και συναισθηματική τους σχέση, μαζί με τον τρίτο κατηγορούμενο, την έπεισαν να δεχτεί να οριστεί διευθύνουσα σύμβουλος Αθλητικού Ομίλου, τον οποίο κατ’ ουσίαν διηύθυναν οι ίδιοι, καταπείθοντάς την ότι ο ρόλος της θα είναι τυπικός. Έτσι, εν αγνοία της έθεσε την προσωπική της περιουσία υπέγγυα στις εν γένει υποχρεώσεις του Ομίλου. Ο δε λογιστής του Ομίλου, πρώτος κατηγορούμενος, απέκρυπτε από την εγκαλούσα την οικονομική κατάσταση και τις υποχρεώσεις του Ομίλου, συνδράμοντας σκόπιμα στην διατήρηση της πεπλανημένης κατάστασης. Επιπλέον, προκειμένου να παραπλανήσουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες του Δημοσίου ως προς την ιδιότητά της ως διευθύνουσας συμβούλου της ΠΑΕ, προσκόμισαν πλαστογραφημένο πρακτικό ΓΣ περί εκλογής του ΔΣ της εταιρείας, στο οποίο άγνωστο πρόσωπο είχε θέσει κατ’ απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσας.
Το Συμβούλιο παρέπεμψε τον δεύτερο και τρίτο κατηγορούμενο για την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, καθώς προέκυψαν ενδείξεις ότι έπεισαν την εγκαλούσα να αναλάβει καθήκοντα διευθύνουσας συμβούλου στο ΔΣ της ΠΑΕ, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν θα έχει καμία φορολογική, αστική και ποινική ευθύνη. Εξάλλου, το γραμματικό και επαγγελματικό επίπεδο της εγκαλούσας δεν ήταν τέτοιο ώστε να έχει επαρκή γνώση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Το ότι η κατάληψη αυτής της θέσης ήταν τυπική, συνάγεται και από το γεγονός ότι εκείνη εξακολούθησε να απασχολείται αποκλειστικά ως γραμματέας του δεύτερου κατηγορουμένου, ενώ ο ρόλος της στην ΠΑΕ εξίκνειτο στην «συνυπογραφή» πράξεων διαχείρισης. Η δε κρίση περί της στενής διαπροσωπικής – ερωτικής σχέσης της εγκαλούσας με τον δεύτερο κατηγορούμενο, την οποία αυτός εκμεταλλεύτηκε, ενισχύεται από το μεγάλο ύψος του ποσού που του προσέφερε, προκειμένου αυτός να το αποδώσει στη συνέχεια στον τρίτο κατηγορούμενο, που δεν δικαιολογείται αποκλειστικά στο πλαίσιο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Εξάλλου, δεν κρίθηκε πειστικός ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η εγκαλούσα προσφέρθηκε από μόνη της να δανείσει ένα τόσο υπέρογκο ποσό στον τρίτο κατηγορούμενο, καθώς ο λήπτης του δανείου αναζητά δανειοδότηση και όχι το αντίθετο.
Σύμφωνα με την κρίση του Συμβουλίου, οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι έπραξαν τα ως άνω με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, που συνίσταται στην ευνοϊκότερη διαμόρφωση της προσωπικής τους περιουσιακής κατάστασης μέσω της προστασίας αυτής από την ενεργοποίηση μηχανισμών είσπραξης εταιρικών χρεών. Αντίστροφα, επήλθε περιουσιακή βλάβη σε βάρος της εγκαλούσας και επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της για την ικανοποίηση των ασφαλιστικών οφειλών της ΠΑΕ, ενώ κατασχέθηκαν και οι τραπεζικοί της λογαριασμοί.
Επιπλέον οι ίδιοι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος, του αγνώστου προσώπου που προέβη ως φυσικός αυτουργός σε πλαστογραφία του πρακτικού ΓΣ της ΠΑΕ που αφορούσε την εκλογή του ΔΣ.
Τέλος, ο πρώτος κατηγορούμενος, επικεφαλής λογιστής της ΠΑΕ, παραπέμφθηκε για την πράξη της άμεσης συνδρομής στην πράξη της απάτης, καθώς φέρεται ότι συνέδραμε αποφασιστικά στη διατήρηση της πεπλανημένης κατάστασης, αποφεύγοντας σκόπιμα να ενημερώσει την εγκαλούσα σχετικά με την ευθύνη της για τα χρέη.