31 Ιουλ 2025
Το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μην απαγγελθεί κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αντίθετα με την εισαγγελική πρόταση, καθώς έκρινε ότι η κυριότητα επί των προς απόδοση χρημάτων ανήκε στην εταιρεία του κατηγορουμένου.
Ειδικότερα, η εγκαλούσα εταιρεία είχε συνάψει με την εταιρεία της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος, σύμβαση αποκλειστικής παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας. Σύμφωνα με αυτήν, η εγκαλούσα προμήθευε κατ’ αποκλειστικότητα την εταιρεία του κατηγορουμένου με εμπόρευμα, το οποίο αυτή πωλούσε στο δικό της όνομα, με την υποχρέωση σε επόμενο χρόνο να αποδώσει στην προμηθεύτρια εταιρεία ποσοστό επί του τιμήματος. Πέραν αυτού, η εταιρεία του κατηγορουμένου είχε συμφωνήσει να καταβάλει στην εγκαλούσα ποσοστό 10% επί του τιμήματος, προς εξόφληση παλαιότερης οφειλής από άλλη αιτία.
Το Συμβούλιο έκρινε ότι η εσωτερική σχέση μεταξύ των δύο εταιρειών συνίστατο σε έμμεση αντιπροσώπευση, χωρίς να επηρεάζεται ο χαρακτήρας αυτός από την ειδικότερη συμφωνία της ομαλής παρακαταθήκης. Έτσι, αν και είχε συμφωνηθεί τα εμπορεύματα να παραμένουν στην κυριότητα της εγκαλούσας, εντούτοις τα εισπραχθέντα ποσά (τίμημα) από την πώληση των εμπορευμάτων στο καταναλωτικό κοινό, με τη διαμεσολάβηση της εταιρείας του κατηγορουμένου, ανήκαν κατά κυριότητα στην τελευταία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της έμμεσης αντιπροσώπευσης και των άρθρων 361, 513, 1034 ΑΚ. Η δε υποχρέωση της εταιρείας του κατηγορουμένου να αποδώσει στη συνέχεια ορισμένο ποσοστό εκ του τιμήματος στην εγκαλούσα, ήταν δευτερογενής ενοχική υποχρέωση. Η κρίση αυτή επιρρώνεται από το γεγονός ότι η εταιρεία του κατηγορουμένου πωλούσε τα προϊόντα στο δικό της όνομα, με τα δικά της φορολογικά στοιχεία, αλλά ακόμα περισσότερο, από το γεγονός ότι, ειδικά για τις πωλήσεις που πραγματοποιούντο με τη χρήση πιστωτικών καρτών, η εταιρεία του κατηγορουμένου εκχώρησε τις εν λόγω αξιώσεις στην εγκαλούσα, στοιχείο που καταδεικνύει τη διακριτότητα των δύο περιουσιών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, το Συμβούλιο δεν θεώρησε κρίσιμες τις καταθέσεις των μαρτύρων για τον χαρακτηρισμό της επίδικης σύμβασης, καθώς από την επισκόπηση του περιεχομένου τους διαπιστώθηκε ότι υφίσταται λεξιλογική ταύτιση με τους ένδικους ισχυρισμούς της εγκαλούσας, στοιχείο που άγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι οι εν λόγω μάρτυρες απλώς μετέφεραν τους ισχυρισμούς, υπό την μορφή της εμμάρτυρης κατάθεσης, θεωρούμενοι για τον λόγο αυτό μη αξιόπιστοι. Εξάλλου, η ιδιότητά τους συνίσταται σε καθήκοντα λογιστικής υποστήριξης και συνακόλουθα είναι αδιάφορος ο νομικός χαρακτηρισμός που αποδίδουν στην επίδικη σύμβαση, ο οποίος ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικάζοντος Συμβουλίου.
Αντίστοιχα, δεν έγινε δεκτός κατ’ ουσίαν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί χορήγησης λευκής επιταγής με ανοιχτή ημερομηνία προς εξασφάλιση της εγκαλούσας, διότι αποδείχθηκε ότι η επιταγή είχε δοθεί για άλλη αιτία και μάλιστα ουδέποτε εμφανίστηκε ούτε εισπράχθηκε καθώς δεν είχε αντίκρισμα.