25 Οκτ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες ζήτησαν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 7341/26.9.2024 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και κάθε άλλης σχετικής πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης. Η πλειοψηφία, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των §§ 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, έκρινε ότι αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, διασφαλιζομένης με τον τρόπο αυτόν της πολυφωνίας στην εκπαίδευση, για την πληρέστερη ανάπτυξη της παιδείας. Κατά τη ρητή, όμως, συνταγματική επιταγή της ως άνω § 8 δεν παρέχεται απλώς η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικής επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 5 του Συντάγματος, αλλά δημοσίου λειτουργήματος από ιδιωτικό φορέα υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία. Περαιτέρω, η ρύθμιση των §§ 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 Συντ. έχει ως θεμελιώδη στόχο την παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος του έτους 1975, υπό την ιδιαίτερη συγκυρία και τις εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις, λόγω της προηγηθείσας δικτατορίας, θεωρήθηκε ότι διασφαλίζεται αποκλειστικά με τη λειτουργία πανεπιστημίων υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνάδει με τις συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αυτές εκφράζονται, ιδίως, στις ευρωπαϊκές θεμελιώδεις ελευθερίες. Η πλειοψηφία δέχτηκε ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 165, 166 ΣΛΕΕ, η εκπαίδευση δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης και στην ανώτατη εκπαίδευση. Επιπλέον, η πλειοψηφία δέχτηκε ότι στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ κατοχυρώνεται η ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από υπήκοο ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση, ακόμα και συνταγματικού επιπέδου, να αποκλείσει την παροχή, παραλλήλως προς τη δημόσια, οποιασδήποτε μορφής ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Σύμφωνα με την πλειοψηφία, σε σχέση με την ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να “σέβεται” την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να ισοδυναμεί με δικαίωμα κράτους μέλους να αγνοεί το δίκαιο της Ένωσης κατά το δοκούν. Εξάλλου, η εφαρμογή της αρχής του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Κατά την ίδια άποψη, στο μέτρο που εθνικοί κανόνες δημιουργούν ένα σύστημα χορήγησης άδειας για την παροχή των υπηρεσιών, κατά την έννοια της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, οι εν λόγω κανόνες πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις επιταγές της εν λόγω οδηγίας, που ρυθμίζουν δεσμευτικά τέτοιου είδους συστήματα. Εξάλλου, βάσει της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν δεν εισάγονται διακρίσεις εις βάρος του παρέχοντος τις σχετικές υπηρεσίες, η χορήγηση άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος και δεν μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός με άλλο λιγότερο περιοριστικό μέτρο. Σύμφωνα με την πλειοψηφία, η Συμφωνία GATS για την απελευθέρωση των υπηρεσιών αναγνωρίζει το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προερχόμενων από τρίτες χώρες εν σχέσει προς την ελευθερία εγκατάστασης. Επί τη βάσει της Συμφωνίας αυτής, που είναι διεθνής συμφωνία, της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει δε επικυρωθεί και από την Ελλάδα, η Ένωση ανέλαβε δεσμεύσεις σχετικά και με την απελευθέρωση των υπηρεσιών εκπαίδευσης, στις οποίες περιλαμβάνονται και υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα κύρια δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από τη Σύμβαση αυτή είναι το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης και το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά. Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον δεν έχουν διατυπώσει επιφύλαξη. Η GΑTS αποτελεί ενωσιακό δίκαιο, τα κράτη μέλη της ΕΕ υποχρεούνται να συμμορφώνονται, βάσει του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας με βάση το άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την πλειοψηφία, η Ελλάδα, δεδομένου ότι ως προς το δικαίωμα της πρόσβασης στην αγορά διετύπωσε επιφύλαξη, ενώ ως προς το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ρητά παραιτήθηκε από οποιαδήποτε επιφύλαξη, έχει τη δυνατότητα βάσει της GATS να ρυθμίσει ελεύθερα τα σχετικά ζητήματα, περιοριζόμενη μόνον από τη μη δυνατότητα θέσπισης διακρίσεων. Οι δε πάροχοι υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών αντλούν, δυνάμει της GATS, το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης κατά την οδηγία 2006/123/ΕΚ. Περαιτέρω, η πλειοψηφία δέχτηκε ότι στον ΧΘΔ κατοχυρώνεται η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προστατεύεται το πανεπιστήμιο ως θεσμός, ο δε ΧΘΔ εφαρμόζεται και επί της GATS. Κατά την ίδια γνώμη, η επίκληση από κράτος μέλος των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αρχής της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο. Περαιτέρω, η πλειοψηφία δέχτηκε ότι δεν υφίσταται μη ανατραπείσα αντίθετη νομολογία ΔΕΕ και, επικαλούμενη νομολογία του ΔΕΚ, υποστήριξε ότι παρέχεται ήδη στη Χώρα νομίμως υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου ανώτατη εκπαίδευση από ιδιωτικούς φορείς σε συνεργασία με εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την ίδια γνώμη, επιτρέπεται από το Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων, εφόσον διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το άρθρο 16 § 5 του Συντάγματος, ερμηνευόμενο, κατά την ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 28 του Συντάγματος, υπό το φως του ενωσιακού δικαίου και στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητος έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτά λειτουργούν υπό καθεστώς που κατοχυρώνει την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεν έχουν κερδοσκοπικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, η πλειοψηφία δέχτηκε ότι η ερμηνεία περί του επιτρεπτού της λειτουργίας παραρτημάτων αλλοδαπών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν προσκρούει σε αντίθετου περιεχομένου υφιστάμενη εθνική ταυτότητα της Ελλάδας, διότι δεν διαπιστώνεται ότι η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αντιπροσωπεύει μια μακρά και σταθερή αξία για τη Χώρα ή ότι συνιστά το αποτέλεσμα της ιστορίας ή των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών της Ελλάδας. Τέλος, η πλειοψηφία δέχτηκε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΔΕ, καθώς το γράμμα των σχετικών συνταγματικών διατάξεων δεν εμποδίζει την ερμηνεία τους σε συνδυασμό με το ενωσιακό δίκαιο. Η μειοψηφία 8 μελών του Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος συνάγεται ότι: i. H ανώτατη εκπαίδευση έχει ως αποστολή την προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως, μέσω της έρευνας και της διδασκαλίας, και όχι απλώς την παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης ·ii. Η ανώτατη παιδεία, παρέχεται, κατ’ αρχήν, δωρεάν και χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους (άρθρο 16 § 4)· iii. Οι καθηγητές των ΑΕΙ χαρακτηρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί και απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας, ανάλογης με εκείνη των δικαστικών λειτουργών, καθώς και των λοιπών εγγυήσεων της § 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος, για τον λόγο δε αυτόν καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών μετέχουν στο ΑΕΔ, όταν κρίνει επί ζητημάτων συνταγματικότητας και άρσεως συγκρούσεων, στο Δικαστήριο αγωγών κακοδικίας και στο Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος· iv. Όχι μόνον η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τελούντα υπό την εποπτεία του Κράτους, που απολαύουν πλήρους αυτοδιοίκησης, αλλά και η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς) «απαγορεύεται»· v. Η απαγόρευση σύστασης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες δεν περιορίζεται στην εξ υπαρχής ίδρυσή τους, αλλά καταλαμβάνει και την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων· vi. Πλην της πλήρους αυτοδιοίκησης, βασική αρχή που διέπει την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης είναι η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η οποία εγγυάται την απρόσκοπτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, μη επιδεχόμενη άλλους περιορισμούς, πλην εκείνων που πηγάζουν από την υποχρέωση σεβασμού των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος. Την ακαδημαϊκή ελευθερία εγγυάται, κατά την κρίση του αναθεωρητικού νομοθέτη του 1975, η οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως ν.π.δ.δ. και ο χαρακτήρας των διδασκόντων ως δημόσιων λειτουργών. Η ανωτέρω ερμηνεία, κατά την οποία το άρθρο 16 κατοχυρώνει τον θεσμό της ανώτατης εκπαίδευσης υπό την συγκεκριμένη μορφή και καθιδρύει ατομικό δικαίωμα υπέρ των πανεπιστημιακών διδασκάλων στην ακαδημαϊκή ελευθερία, αλλά και κοινωνικό δικαίωμα των πολιτών στην ανώτατη εκπαίδευση, αντανακλά θεμελιώδη οργανωτικής φύσης για τον θεσμό της ανώτατης εκπαίδευσης επιλογή του Συντάγματος του 1975. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει από τη ρητή γραμματική διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων, και ενισχύεται και από την ιστορική ερμηνεία τους, εφ’ όσον η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, συνειδητά επέλεξε τον συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης του θεσμού της ανώτατης εκπαίδευσης ως δημόσιας υπηρεσίας, τελώντας εν γνώσει του γεγονότος ότι ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσαν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου στην αλλοδαπή. Περαιτέρω, η επιλογή αυτή επιβεβαιώθηκε πανηγυρικώς μεταγενεστέρως, όταν κατά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος αποκρούστηκε ρητώς και κατηγορηματικώς η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 16, επισημάνθηκε δε στις σχετικές συζητήσεις η ανάγκη ευρύτερων κοινοβουλευτικών συναινέσεων για μια τέτοια αναθεώρηση. Το Σύνταγμα, επομένως, αντιλαμβάνεται την ανώτατη εκπαίδευση ως αποκλειστικώς δημόσιο σύστημα, με συγκεκριμένα επιμέρους χαρακτηριστικά που αφορούν την εν γένει οργάνωση και λειτουργία της. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών δεν διενεργείται αυτομάτως, αλλά μετά από έλεγχο εκ μέρους της αρμόδιας κρατικής αρχής. Με τα δεδομένα αυτά δεν καταλείπεται περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας ως προς τη συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Ειδικότερα, είναι αναντίρρητο ότι οι κανόνες δικαίου δεν ερμηνεύονται μόνο με την έννοια που θα αποδιδόταν σε αυτούς κατά τον χρόνο της θέσπισής τους, αλλά αφού ληφθούν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες, κοινωνικές, ιδίως, εξελίξεις. Υφίσταται, όμως, ένα αυτονόητο όριο: Η επιλογή του ερμηνευτή γίνεται μεταξύ περισσότερων νοηματικών εκδοχών που, για να είναι υποστηρίξιμες, απορρέουν, κατ’ αρχήν, από το γράμμα της διάταξης ή το πλέγμα των διατάξεων, όπως αυτή επιρρωνύεται και από τις λοιπές ερμηνευτικές μεθόδους. Η ερμηνεία, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι praeter, σε καμία, όμως, περίπτωση contra legem. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεία των κανόνων δικαίου δεν ανατρέπεται από τη μέχρι σήμερα νομολογία του ΣτΕ, όπως η απόφαση που αφορά τον «βασικό μέτοχο» (ΣτΕ 3470/2011 Ολομ.), η οποία εκδόθηκε ύστερα από την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Επομένως, δεν μπορεί να επιχειρηθεί ερμηνεία του κανόνα δικαίου, και δη του συνταγματικού, η οποία να είναι αντίθετη στο σαφές και αναμφήριστο νόημα των λέξεων που τον απαρτίζουν (προς την «ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων» - Θουκυδίδης), ήτοι αντίθετη προς τον σημασιολογικό πυρήνα των περιεχομένων σε αυτόν εννοιών, όπως των λέξεων «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται». Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, δια της ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων, λαμβάνει χώρα, κατ’ ουσίαν, συνταγματική αναθεώρηση μέσω της ψήφισης κοινού νόμου, η οποία επικυρώνεται από το Δικαστήριο. Η εν λόγω δε αναθεώρηση ενός αυστηρού Συντάγματος, όπως το Σύνταγμα του 1975, διενεργείται, στην περίπτωση αυτή, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 110 αυτού, και εντεύθεν πραγματοποιείται κατά παράβαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των λειτουργιών. Εν προκειμένω, το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 16 §§ 5, 6 και 8 είναι τόσο σαφές, ώστε οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική προσέγγιση να είναι contra Constitutionem. Με τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις του Ν. 5094/2024 με τις οποίες καθίσταται δυνατή η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από νομικά πρόσωπα, παραρτήματα αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που δεν έχουν τον χαρακτήρα ν.π.δ.δ. και των οποίων οι καθηγητές δεν είναι δημόσιοι λειτουργοί, ασκούντες το έργο τους υπό καθεστώς ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι προδήλως αντίθετες προς τις §§ 5, 6 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Ως προς τις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου, προκύπτει ότι με αυτές παρέχεται στην Ένωση μόνο υποστηρικτική/συμπληρωματική αρμοδιότητα, με βάση την οποία έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δράσεις ως προς περισσότερους τομείς, στους οποίους περιλαμβάνεται και η παιδεία. Συνεπώς, η οργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά την πάγια διάκριση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων σπουδών που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό αφορά μόνο αναγνώριση προσόντων, τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, το δε δικαίωμα αναγνώρισης αυτών των διπλωμάτων διασφαλίζεται από τις Συνθήκες ως έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης. Περαιτέρω, οι διατάξεις που προσαρτήθηκαν στη ΣΛΕΕ με το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 26 δεν έχουν ερμηνευθεί αναφορικά με τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν παραβιάζεται από το άρθρο 16 του Συντάγματος ούτε η ελευθερία εγκατάστασης, ούτε η ελευθερία παροχής υπηρεσιών, αφ’ ενός μεν διότι στο πεδίο εφαρμογής τους εμπίπτουν μόνον οι χρηματοδοτούμενες από ιδιωτικούς πόρους επ’ αμοιβή παρεχόμενες υπηρεσίες τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όχι το επιχορηγούμενο, κατά βάση, από δημόσιους πόρους σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αφ’ ετέρου δε διότι η καθολική και απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ισχύει και για τους Έλληνες υπηκόους και, συνεπώς, δεν υφίσταται διάκριση έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών – μελών. Η δε επικαλούμενη νομολογία του ΔΕΕ, δεν ασκεί επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, διότι κρίνει μη συναφή ζητήματα. Ως προς τη Συμφωνία GATS, προκειμένου να τεθεί ζήτημα ανισχύρου της ελληνικής επιφύλαξης, δεν αρκεί να κριθεί ότι το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει την αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση από το ελληνικό κράτος των πτυχίων που απονέμουν παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων που λειτουργούν στην Ελλάδα, αλλά ότι κατοχυρώνει δικαίωμα των ημεδαπών στην ίδρυση και λειτουργία πανεπιστημίων. Επομένως, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 5094/2024, με την οποία επιχειρείται να δικαιολογηθούν οι επίμαχες ρυθμίσεις κατ’ επίκληση του ενωσιακού δικαίου, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους. Τέλος, η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ καθίσταται επιβεβλημένη, διότι, εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία σε σχέση με το ζήτημα παραβίασης της ελευθερίας εγκατάστασης από σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης που παρέχεται αποκλειστικά από ν.π.δ.δ., δεν είναι προφανής ούτε απαλλαγμένη εύλογων αμφιβολιών. Συνεπώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι υποχρεωμένο να διατυπώσει προς το ΔΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προδικαστικό ερώτημα. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.