10 Ιουλ 2018
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 969/2018 απόφασή του έκρινε ότι το νοικιασμένο τροχόσπιτο Σουηδικής εταιρείας, που είχε δημευθεί λόγω μεταφοράς παράτυπων μεταναστών, δεν μπορεί να επιστραφεί στην ιδιοκτήτρια εταιρεία αλλά ούτε και να της επιδικασθεί αποζημίωση.
Η απόφαση αφορά σε μια Σουηδική εταιρεία, η οποία τον Αύγουστο του 2002 ενοικίασε στον Α.Α. αυτοκινούμενο τροχόσπιτο στη Σουηδία. Ο ενοικιαστής συνελήφθη στο λιμάνι της Πάτρας, καθώς μετέφερε 8 παράτυπους μετανάστες, οι οποίοι δεν είχαν κανένα ταξιδιωτικό έγγραφο.
Από τα Ελληνικά δικαστήρια ο Α.Α. πρωτόδικα καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών και 4 μηνών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, ενώ στο δεύτερο βαθμό η ποινή μειώθηκε σε φυλάκιση 11 μηνών.
Παράλληλα, διατάχθηκε η δήμευση του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 55 του ν. 2910/2001. Στη συνέχεια το τροχόσπιτο παρεχωρήθη στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, προς κάλυψη των αναγκών της.
Η Σουηδική εταιρεία ενοικιάσεως προσέφυγε στην Interpol (μέσω της Σουηδικής Αστυνομία), ενώ μεσολάβησε για την ανεύρεση και η Europol. Η τελευταία ενημέρωσε τη Σουηδική εταιρεία ότι ο ενοικιαστής του τροχόσπιτου Α.Α. συνελήφθη στο λιμάνι των Πατρών να μεταφέρει με αυτό παράτυπους μετανάστες.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας ενοικιάσεως ζήτησε μέσω της Σουηδικής υπηρεσίας της Europol, από την αντίστοιχη Ελληνική, πληροφορίες σχετικά με την τύχη του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου και ειδικότερα, εάν αυτό είχε απαλλοτριωθεί ή εάν μπορεί να το επανακτήσει και εάν «ναι», με ποιο τρόπο.
Εν συνεχεία η εταιρεία, άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με την οποία υπεστήριξε ότι απώλεσε οριστικά την κυριότητα του επίμαχου οχήματος, αφ’ ενός λόγω της παραλείψεως των ελληνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών των Πατρών να την καλέσουν να συμμετάσχει στη σχετική ποινική διαδικασία που αφορούσε και την τύχη του οχήματός του και αφ’ ετέρου λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων της Ελληνικής υπηρεσίας της Europol να τον ενημερώσουν σχετικά, απαντώντας εγκαίρως στο ερώτημα που τέθηκε από τη Σουηδική υπηρεσία της Europol για την δήμευσή του, ώστε να μπορεί να προβεί στις απαραίτητες νόμιμες ενέργειες για να του αποδοθεί.
Ακόμη, ζήτησε να της επιδικασθεί, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 87.596 ευρώ (αξία οχήματος 38.096 ευρώ, διαφυγόντα κέρδη 19.500 ευρώ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 30.000 ευρώ).
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο η αγωγή απορρίφθηκε και η υπόθεση οδηγήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού δέχθηκε ότι δεν υπήρξε καμία καθυστέρηση ενημέρωσης της Europol από τις Ελληνικές αρχές επισημαίνει ότι «η υποβολή ερωτήματος από τη σουηδική υπηρεσία της Europol προς την ελληνική υπηρεσία της Europol για την χορήγηση πληροφοριών σχετικά με την τύχη του ανωτέρω οχήματος, τη δυνατότητα ανακτήσεώς του από τον ιδιοκτήτη του και τον τρόπο τυχόν ανακτήσεώς του, εντασσόμενη στο πλαίσιο της κατά την σύμβαση Europol διακρατικής συνεργασίας δεν συνιστούσε υποβολή αιτήματος σε διοικητική αρχή κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας».
Παράλληλα τονίζει ότι «δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθ΄ όσον δεν συνέτρεξε παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του και απέρριψε την αναίρεση του εκπροσώπου της Σουηδικής εταιρείας».