11 Σεπ 2025
Με την προσβαλλόμενη προκήρυξη προκηρύχθηκε η διαδικασία κατάταξης με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, υποψηφίων για την πλήρωση κενών θέσεων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαιδεύσεως και για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών των οικείων βαθμίδων εκπαίδευσης. Οι αιτούντες οι οποίοι υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει στην ιδιωτική εκπαίδευση και δεν ανήκουν στην κατηγορία των απολυθέντων εκπαιδευτικών (λόγω κατάργησης της σχολικής μονάδας, τάξης ή τμήματος ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας), όπως προκύπτει από τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις της αρμόδια υπηρεσίας και δεν αμφισβητείται, υπέβαλαν αιτήσεις συμμετοχής στη διαδικασία, στην οποία άπαντες διατύπωσαν επιφύλαξη ως προς τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας τους στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης. Ακολούθως, μετά την έκδοση των προσωρινών πινάκων κατατάξεως, άσκησαν την προβλεπόμενη στο Κεφάλαιο Ε’ της προκήρυξης ένσταση ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία αμφισβήτησαν τη μη προσμέτρηση της προϋπηρεσίας τους στην ιδιωτική εκπαίδευση, που απορρίφθηκε από τα οικεία κλιμάκια αυτού. Όπως έχει κριθεί (Σ.τ.Ε. 1251-52/2024 Ολομ.) με τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του Ν. 4589/2019, έχει υιοθετηθεί πάγιο σύστημα προσλήψεων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, το οποίο αποτελεί σύστημα μοριοδότησης προσόντων και βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στο κριτήριο της πιστοποιούσας την εμπειρία του υποψήφιου εκπαιδευτικού εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας (που μπορεί να αποφέρει 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, όσο και τα ακαδημαϊκά προσόντα). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. στ΄ και ζ΄ της § 4 του άρθρου 61 του Ν. 4589/2019, οι οποίες επαναλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Δ΄ της ένδικης προκήρυξης, ο νομοθέτης έθεσε ως κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την επιλογή των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, την προγενέστερη εμπειρία του υποψηφίου ως αναπληρωτή στη δημόσια εκπαίδευση, κατ’ εξαίρεση δε και στην ιδιωτική. Όπως έχει κριθεί, το κριτήριο της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, συνάπτεται με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά καθήκοντά τους και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, στο προκείμενο δε σύστημα διορισμού, το οποίο δεν βασίζεται σε γραπτή διαγωνιστική διαδικασία, αλλά σε μοριοδότηση βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων (επιλογή βάσει σειράς προτεραιότητας), ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προϋπηρεσία των υποψηφίων, ως στοιχείο της κτηθείσας εκπαιδευτικής εμπειρίας αυτών. Εξ άλλου, η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας κατά βάση στη δημόσια εκπαίδευση αποτελεί, κατά το σύστημα του νόμου, σημαντικό κίνητρο προς τους ενδιαφερόμενους να διορισθούν ως εκπαιδευτικοί, ώστε προ του διορισμού τους να απασχοληθούν ως αναπληρωτές και με τον τρόπο αυτόν να συνεισφέρουν στην ομαλή λειτουργία των δημόσιων σχολείων, καλύπτοντας τα κενά που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού έτους στη δημόσια εκπαίδευση ή διασφαλίζοντας τη διδασκαλία μαθημάτων των οποίων οι προβλεπόμενες ώρες διδασκαλίας δεν δικαιολογούν τον διορισμό μόνιμου εκπαιδευτικού. Για τον λόγο αυτόν, νομίμως ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να διαφοροποιήσει την προϋπηρεσία που έχει παρασχεθεί στη δημόσια εκπαίδευση σε σχέση με εκείνην που έχει παρασχεθεί στην ιδιωτική. Ωστόσο, εφ’ όσον η εκπαιδευτική προϋπηρεσία γενικώς αποτελεί κριτήριο επιλογής που συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν της κατά το Σύνταγμα και τον νόμο (Ν. 682/1977) συνάφειας της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της ταυτότητας των προσόντων των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτές, καθώς και της αναγνώρισης της ιδιωτικής προϋπηρεσίας σε ειδικές περιπτώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αυτή, κατ’ αρχήν, ποιοτικά δεν διαφοροποιείται από την παρασχεθείσα σε δημόσια εκπαιδευτήρια, η καθ’ ολοκληρίαν μη μοριοδότηση, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 4589/2019, κατά τη διαδικασία σύνταξης των πινάκων κατάταξης, της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις της απόλυσης λόγω κατάργησης της σχολικής μονάδας, τάξης ή τμήματος ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ρύθμιση η οποία, άλλωστε, αποβλέπει στην προστασία της εργασίας και όχι στη στελέχωση των σχολικών μονάδων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας οι οποίες διέπουν την απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία και υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου που έγκειται στον διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση των πλέον άξιων και έμπειρων από τους υποψηφίους, ώστε να εκπληρωθεί με τον λυσιτελέστερο τρόπο η εκ του άρθρου 16 § 2 του Συντάγματος κρατική υποχρέωση προς παροχή παιδείας υψηλού επιπέδου. Μόνη δε η διαφοροποίηση στον τρόπο πρόσληψης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, δεν αποτελεί επαρκές αιτιολογικό έρεισμα της μη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας αυτών, δοθέντος ότι πρόκειται για κριτήριο το οποίο δεν συνάπτεται με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν εκπαιδευτικό έργο. Τέλος, είναι μεν θεμιτό ο νομοθέτης να επιδιώκει να ενισχύσει όσους έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, διαθέτουν σημαντική εμπειρία ειδικώς σε αυτήν, έχουν δε προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο δημόσιο σχολείο, ιδίως κατά την προηγηθείσα μακρά περίοδο, κατά την οποία, λόγω σοβαρότατων δημοσιονομικών περιορισμών ήταν εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη η εφαρμογή παγίου συστήματος διορισμών, και ενδεχομένως να προβλέψει ευνοϊκότερο τρόπο υπολογισμού της έναντι της παρασχεθείσας στον ιδιωτικό τομέα, πλην τούτο δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατ’ ουσίαν παντελή παραγνώριση της προϋπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, δοθέντος μάλιστα ότι το σύστημα προσλήψεων του Ν. 4589/2019 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εκπαιδευτική εμπειρία. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση.