Πρόσφατη νομολογία


26 Ιουν 2025

ΣτΕ 929/2025 Τμ.Β: Απόρριψη αίτησης αναίρεσης Δημοσίου περί δυσμενούς προσδιορισμού ποσότητας πετρελαίου που χρησιμοποιήθηκε από ξενοδοχείο για χρήσεις, εκτός θέρμανσης

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1490/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε μετά από αναίρεση της 995/2008 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, με την 1495/2011 απόφαση του ΣτΕ. Αναλυτικά, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αποδοχήν έφεσης της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αφού εξαφανίστηκε η απόφαση 1033/2001 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί ελλείψει εκτελεστότητας των εκεί προσβαλλομένων προσφυγή της ανωτέρω εταιρείας κατά του …/…/.../28.5.1996 εγγράφου του Διευθυντή της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών (ΕΥΤΕ) και της από 27.5.1996 «ελεγκτήριας» έκθεσης, δικάσθηκε εν συνεχεία η προσφυγή, έγινε εν μέρει δεκτή και ακυρώθηκε η, θεωρηθείσα ως συμπροσβαλλόμενη, από 28.8.1996 πράξη χρέωσης ειδικού φόρου κατανάλωσης και λοιπών φόρων, ύψους 18.002.529 δρχ (ήδη 52.832,07 ευρώ) που συντάχθηκε επί του υπ’ αρ. …/28.8.1996 Πρωτοκόλλου Εξέτασης Αποσκευών και Εμπορευμάτων, για την αγορά και ανάλωση πετρελαίου θέρμανσης που χρησιμοποιήθηκε, κατά την Τελωνειακή Αρχή, για άλλες χρήσεις κατά τη χρονική περίοδο 19.10.1992 – 13.4.1994. Είναι επιτρεπτή η άσκηση αίτησης αναίρεσης, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης και ένεκα λόγων δημοσίου συμφέροντος – και, συγκεκριμένα, λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος να μην καταλείπονται αμφιβολίες στην έννομη τάξη σχετικά με την ισχύ τυπικού νόμου, λόγω αντίθεσής του προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου – υπό την προϋπόθεση ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υφίσταται σαφής κρίση περί αντίθεσης τυπικού νόμου προς συνταγματικές διατάξεις ή άλλους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ. Ειδικότερες διατάξεις του Ν. 2093/1992 (άρθρο 35) ορίζουν τα σχετικά με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL), που προορίζεται για θέρμανση. Αναφορικά με το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Diesel), το οποίο προορίζεται για θέρμανση με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, ισχύει ότι όταν αυτό παραλαμβάνεται, απαιτείται να γίνεται χρήση του αποκλειστικά για θέρμανση, ενώ η νομολογία του ΣτΕ έχει κρίνει την πρόβλεψη δυνατότητας μη επιβολής κυρώσεων (προστίμων κ.λπ.) –προβλεπόμενων στο άρθρο 35 § 2 Ν. 2093/1992 στις περιπτώσεις χρησιμοποίησης πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης -, άλλως πρόβλεψη ευνοϊκής ρύθμισης για την ταχύτερη τακτοποίηση φορολογικών εκκρεμοτήτων, και όχι φορολογική απαλλαγή, δεδομένου ότι με την εν λόγω ρύθμιση ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται εις το ακέραιον. Εν προκειμένω, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικής απαλλαγής, ούτε υπάρχει τεκμήριο που να ανατρέπει την κατανομή του βάρους της απόδειξης, το Δημόσιο υποχρεούται να αποδείξει ότι το παραληφθέν από τις ξενοδοχειακές μονάδες πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, με το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς του πετρελαίου θέρμανσης, χρησιμοποιήθηκε για άλλες, πλην της θέρμανσης, χρήσεις και σε ποιο ποσοστό, για να επιβάλει σε βάρος της παραλαβούσης το πετρέλαιο αυτό ξενοδοχειακής μονάδας την υποχρέωση καταβολής της σχετικής διαφοράς του φόρου. Περαιτέρω, το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν επιβλήθηκε κανένας δυσμενής για τις ξενοδοχειακές μονάδες τρόπος προσδιορισμού της ποσότητας πετρελαίου που χρησιμοποιήθηκε για άλλες, πλην της θέρμανσης, χρήσεις, ενώ συνάμα προβάλλει ότι δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου επί του νομικού ζητήματος του δηλαδή του ευνοϊκού ή δυσμενούς χαρακτήρα της κρίσιμης διάταξης της § 17 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996 και, ακουλούθως, της συμφωνίας της διάταξης αυτής με το άρθρο 78 § 2 του Συντάγματος για την επίμαχη περίοδο. Η κρίσιμη ρύθμιση της § 17 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996 ισχύει από την έναρξη ισχύος του Ν. 2386/1996 (7.3.1996) και, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της, καταλαμβάνει επιχειρήσεις που είτε δεν είχαν ήδη υπαχθεί στο άρθρο 51 του Ν. 2214/1994, είτε είχαν υπαχθεί μεν στην τελευταία αυτή διάταξη, πλην ανέκυψε σχετική διαφορά εκκρεμούσα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του Ν. 2386/1996 ενώπιον των δικαστηρίων. Στην υπό εξέταση υπόθεση, η διάταξη αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, διότι η επιχείρηση είχε ήδη υπαχθεί στο άρθρο 51 του Ν. 2214/1994, χωρίς η σχετική διαφορά να εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της § 17 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996. Αν και με άλλη αιτιολογία, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ορθά ότι η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω διάταξης της § 17 του άρθρου 15 του Ν. 2386/1996, είναι ακυρωτέα. Καταληκτικά, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 929/2025 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »