22 Ιουλ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης …/1/27.1.2021 της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία καθορίστηκε οριστικώς η διαφορά αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «… ΣΥΝ. Π.Ε.» στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «… Α.Ε.» και, ειδικότερα, κατά το μέρος με το οποίο η κατά τα ανωτέρω διαφορά αξίας καθορίστηκε χωρίς να θεωρούνται μεταβιβασθείσες οι υποχρεώσεις της … που αντιστοιχούν στο σκέλος των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων της με την ένδειξη «Προθεσμιακή Κατάθεση», το οποίο χαρακτηρίζεται στους οικείους τίτλους ως «αξία συνεταιριστικών μερίδων». Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε σε συνέχεια της 1713/2020 απόφασης του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε ως πλημμελώς αιτιολογημένη η …/1/14.7.2014 πράξη της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης με το ίδιο αντικείμενο. Από τα χαρακτηριστικά του επίμαχου τραπεζικού προϊόντος προκύπτει, καταρχάς, ότι το σκέλος αυτού που αναφέρεται σε «αξία συνεταιριστικών μερίδων» απολαμβάνει του όρου της εγγυημένης επιστροφής του στην ίδια ακριβώς αξία κτήσης του, είτε στην λήξη του ορισμένου χρόνου της «επένδυσης» είτε σε περίπτωση πρόωρης ανάληψης των συνεταιριστικών μερίδων. Ο ως άνω όμως όρος που έχει συμπεριληφθεί στο επίμαχο προϊόν δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 2 § 9 Ν. 1667/1986 και του άρθρου 27 § 5 Ν. 3601/2007 (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 169 παρ. 3 του ν. 4099/2012), σύμφωνα με τις οποίες ο συνεταίρος μετέχει στις ζημίες της συνεταιριστικής τράπεζας διότι του αποδίδεται, κατά τη ρευστοποίησή της, η αξία της συνεταιριστικής μερίδας που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του συνεταιρισμού και, επομένως, η αξία εξαργύρωσης της συνεταιριστικής μερίδας δύναται να προσδιορίζεται σε χαμηλότερη αξία από την τιμή κτήσης ή και σε μηδενική ή και να μη δύναται καν να εξαργυρωθεί σε περίπτωση που θίγονται οι υποχρεώσεις του πιστωτικού συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του. Με τον ως άνω όρο, δηλαδή, αποκλείσθηκε ρητώς και ανεπιφυλάκτως κάθε διακινδύνευση συνδεόμενη με το ποσό της τοποθέτησης χαρακτηριζόμενο ως «αξία συνεταιριστικών μερίδων». Με τα δεδομένα όμως αυτά δεν συνέτρεχε περίπτωση νομικού χαρακτηρισμού του επίμαχου σκέλους του εν λόγω τραπεζικού προϊόντος που αναγράφεται «αξία συνεταιριστικών μερίδων» ως «ιδίων κεφαλαίων» της συνεταιριστικής τράπεζας·ּ και τούτο διότι, για να χαρακτηρισθεί «ίδιο κεφάλαιο» μερίδα συνεταιριστικής τράπεζας πρέπει «να απορροφά πλήρως τις ζημίες», γεγονός που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, λόγω του προαναφερθέντος όρου που είχε συμπεριληφθεί στο επίμαχο τραπεζικό προϊόν περί εγγυημένης και ανεπιφύλακτης επιστροφής της αξίας της «συνεταιριστικής μερίδας» στην αξία κτήσης της. Περαιτέρω, παρά την κατάτμηση του επίμαχου τραπεζικού προϊόντος σε δύο σκέλη («ποσό προθεσμιακής κατάθεσης» και «αξία συνεταιριστικών μερίδων») η αντιμετώπισή του από τη συνεταιριστική τράπεζα, σύμφωνα με τους σχετικούς συμβατικώς συμπεριληφθέντες όρους, ήταν ενιαία, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να ρευστοποιηθούν διακριτά και σε διαφορετικούς χρόνους τα ποσά που αντιστοιχούσαν στα ως άνω δύο σκέλη· και τούτο διότι, σύμφωνα με τον όρο περί πρόωρης λήξης του επενδυτικού προγράμματος που συνόδευε το εν λόγω προϊόν, το «επενδυτικό πρόγραμμα» έπαυε να ισχύει στο σύνολό του σε περίπτωση πρόωρης, ολικής ή μερικής, ανάληψης «είτε της προθεσμιακής κατάθεσης είτε των συνεταιριστικών μερίδων» με εγγυημένη την καταβολή του συνολικού κεφαλαίου και κατά τα δύο σκέλη αυτού. Εσφαλμένως, επομένως, κρίθηκε με το από 17.12.2020 πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου της ΤτΕ ότι, εν προκειμένω, το επίμαχο προϊόν είχε ενσωματώσει δύο διακριτές συμβάσεις (προθεσμιακής κατάθεσης και εξαγοράς συνεταιριστικών μερίδων) οι οποίες «είναι αυτοτελείς και αυτόνομες και εξελίσσονται η μία ανεξάρτητα από την άλλη». Παρά την τεχνητή κατάτμηση του επίμαχου προϊόντος σε δύο σκέλη, για λόγους που κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ανάγονται στην προσπάθεια της συνεταιριστικής τράπεζας να παρουσιάσει, λόγω κεφαλαιακής ανεπάρκειας, αυξημένα ίδια κεφάλαια, η συνολική συναλλακτική παράσταση που δημιουργήθηκε ευλόγως και νομίμως στους καταθέτες ήταν ότι εν προκειμένω το επίμαχο προϊόν αποτελούσε ένα ενιαίο τραπεζικό καταθετικό προϊόν με εγγυημένη την επιστροφή του συνόλου του καταβληθέντος κεφαλαίου, τοκιζόμενου. Συνέτρεχε, συνεπώς, περίπτωση νομικού χαρακτηρισμού του επίμαχου προϊόντος και κατά τα δύο σκέλη αυτού, δηλαδή και όσον αφορά το σκέλος του επίμαχου προϊόντος που χαρακτηρίζεται στους οικείους τίτλους με την ονομασία «αξία συνεταιριστικών μερίδων», ως τραπεζικού καταθετικού προϊόντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 § 1 Ν. 3746/2009, το οποίο ορίζει, στο πλαίσιο χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 63Δ του Ν. 3601/2007, ότι ως καταθέσεις ορίζονται τα πιστωτικά υπόλοιπα των κατατεθειμένων σε λογαριασμούς κεφαλαίων, τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα «οφείλει να επιστρέψει» βάσει των εφαρμοζόμενων νόμιμων και συμβατικών όρων, όπως εν προκειμένω. Κατόπιν των ανωτέρω κριθέντων, συνάγεται ότι η Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης της ΤτΕ με μη νόμιμη αιτιολογία έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή της ότι «το μέρος των σύνθετων προϊόντων που χαρακτηρίζεται στους συμβατικούς όρους ως επένδυση στο κεφάλαιο της τράπεζας έχει τη νομική φύση αγοράς συνεταιριστικών μερίδων, ήτοι στοιχείων ιδίων κεφαλαίων της συνεταιριστικής τράπεζας και δεν συνιστά κατάθεση» και, συνακόλουθα, μη νομίμως, για τον λόγο αυτό, αρνήθηκε να συνυπολογίσει στα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάρισης συνεταιριστικής τράπεζας που μεταβιβάσθηκαν στην «… Α.Ε.» τις υποχρεώσεις της που αντιστοιχούν στον σκέλος των τραπεζικών καταθετικών προϊόντων της με την ένδειξη «Προθεσμιακή Κατάθεση», το οποίο χαρακτηρίζεται στους οικείους τίτλους ως «αξία συνεταιριστικών μερίδων».