3 Ιουν 2025
Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε η εξαφάνιση της 1/Συν.10.4.2023/8.9.2023 απόφασης του Α´ Τμήματος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού (εφεξής “Πειθαρχικό Συμβούλιο”), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, εκπαιδευτικό, κλάδου ΠΕ 60, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Όπως έχει παγίως κριθεί, για τη στοιχειοθέτηση του πειθαρχικού παραπτώματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 του Υ.Κ. απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικώς μεν η δια συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, υποκειμενικώς δε η υπαίτια συμπεριφορά του υπαλλήλου, δηλαδή η παράβαση να οφείλεται είτε σε πρόθεση του υπαλλήλου (δόλος) είτε σε μη επίδειξη εκ μέρους του της απαιτούμενης, ανάλογα με τις περιστάσεις, επιμέλειας (αμέλεια). Η δεύτερη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή η υπαιτιότητα του υπαλλήλου, δεν συντρέχει αν αυτός, κατά τον χρόνο τέλεσης των ενεργειών ή παραλείψεων που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, εστερείτο της ικανότητας προς καταλογισμό, γεγονός το οποίο συμβαίνει και όταν ο υπάλληλος κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο έπασχε από ψυχική νόσο, η οποία τον καθιστούσε ανίκανο να αντιληφθεί τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται, κατ’ άρθρο 106 του Υ.Κ., η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η τυχόν δε αρξαμένη παύει και κινείται η διαδικασία των άρθρων 100, 165 και 167 του αυτού Κώδικα περί έρευνας της συνδρομής των προϋποθέσεων απόλυσης του υπαλλήλου λόγω πνευματικής ανικανότητας. Εξάλλου, η κρίση περί της συνδρομής στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγων που αίρουν την ικανότητα προς καταλογισμό του διωκομένου υπαλλήλου ανήκει κατ’ αρχάς μεν στο πειθαρχικό συμβούλιο ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί ο υπάλληλος, το οποίο υποχρεούται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να διατάξει την εξέταση του υπαλλήλου από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, τελικά δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά την εκδίκαση της κατ’ άρθρο 43 Π.Δ. 18/1989 προσφυγής του υπαλλήλου, κρίνει εκ νέου την υπόθεση όχι μόνο κατά το νομικό αλλά και κατά το πραγματικό μέρος αυτής, δυνάμενο να προβεί σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε διάγνωση της ευθύνης του υπαλλήλου και, επομένως, σε κρίση περί της συνδρομής στο πρόσωπό του λόγων που αίρουν την ικανότητά του προς καταλογισμό. Εν προκειμένω, εντός μικρού χρονικού διαστήματος από την έκδοση της προσβαλλόμενης πειθαρχικής απόφασης κινήθηκε η διαδικασία απόλυσης της προσφεύγουσας λόγω πνευματικής ανικανότητας, η οποία απέληξε, μετά από γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής περί ανικανότητάς της για εργασία λόγω ψυχικής νόσου (“παρανοϊκής σχιζοφρένειας”), στην απόλυσή της για τον λόγο αυτόν. Εξ άλλου, η προσφεύγουσα, παρά το γεγονός ότι της κοινοποιήθηκαν οι πράξεις της πειθαρχικής διαδικασίας (πειθαρχική παραπομπή, κλήση σε απολογία, κλήση για παράσταση στη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου), δεν έλαβε μέρος σε αυτήν, ενώ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στις 5.2.2021 υπέβαλε στην Υπηρεσία της δύο αιτήσεις για την χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών, στις οποίες περιλαμβάνονταν φράσεις με ακατάληπτο περιεχόμενο (“χωρίς κλητεύσεις σε οιαδήποτε ηλεκτρονική δημοσιότητα με εκκωφαντικές σιωπές”, “οι λόγοι που καταθέτω είναι ότι δεν διώκω τον εαυατού (sic) μου σε ειδικές θέσεις – αναπληρώτριες – καθαρίστριες”). Τούτο δε αναγνωρίζεται και από το 4946/23.3.2021 έγγραφο του Διευθυντή Π.Ε. Ανατολικής Θράκης, με το οποίο απερρίφθη η μια εκ των αιτήσεων αυτών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, εντός εγγυτάτου χρόνου από την απουσία της από την Υπηρεσία, είχε παρουσιάσει εκδηλώσεις της ψυχικής αυτής νόσου, διεγνώσθη δε ως πάσχουσα από την νόσο αυτή εντός μικρού χρονικού διαστήματος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πειθαρχικής απόφασης και, ενόψει του δυσίατου της νόσου αυτής, απολύθηκε λόγω πνευματικής ανικανότητας. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο πειθαρχικός κολασμός της προσφεύγουσας εστερείτο εξ υπαρχής νομικής βάσης, εφόσον στρεφόταν κατά προσώπου, το οποίο δεν είχε την ικανότητα προς καταλογισμό. Ως εκ τούτου, δέχτηκε την προσφυγή.