21 Ιουν 2022
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 29/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, με την οποία απορρίφθηκε η από 22.11.2010 αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας κατά της από 23.9.2010 απόφασης της Επιτροπής Εξετάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας, Με την απόφαση αυτή είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση της ανωτέρω κατά της από 17.2.2009 έκθεσης αυτοψίας της ίδιας Υπηρεσίας, με την οποία οι εργοταξιακές εγκαταστάσεις -οικίσκοι (ΙSOBOX) που είχαν τοποθετηθεί εντός ακινήτου ιδιοκτησίας της εκκαλούσας για τις ανάγκες εκτέλεσης του έργου «Ανέγερση Τουριστικών Εγκαταστάσεων στην Π.Ο.Τ.Α Μεσσηνίας ...» χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετες και επιβλήθηκαν σε βάρος της πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων 767.892 ευρώ και 383.946 ευρώ αντιστοίχως, κατόπιν δε της μερικής αποδοχής της ένστασης το πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης μειώθηκε και επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 346.300 ευρώ και 173.100 αντιστοίχως. Με το δικόγραφο της εφέσεως προβάλλονται δύο λόγοι εφέσεως. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο που δέχθηκε ότι ως δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής άδειας νοούνται και οι εργοταξιακοί οικίσκοι, οι οποίοι τοποθετούνται προσωρινώς εντός εργοταξίων προς εξυπηρέτηση των αναγκών στέγασης, σίτισης και ανάπαυσης του απασχολούμενου στο εργοτάξιο εργατοτεχνικού προσωπικού. Για το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα, η δε 1867/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία επιλύθηκε ρητώς το ζήτημα αυτό δημοσιεύθηκε μετά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, αυτόν, δηλαδή, της άσκησης της άσκησης της κρινόμενης εφέσεως. Όμως, κατασκευή, για την οποία απαιτείται οικοδομική άδεια, είναι κάθε κατασκευή που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και η οποία προορίζεται, πλην άλλων, για την παραμονή ανθρώπων ή την αποθήκευση ή την τοποθέτηση πραγμάτων. Νομίμως, επομένως, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι ο εργοταξιακός οικίσκος (isobox) που τοποθετείται για ορισμένο χρόνο εντός του ακάλυπτου χώρου γηπέδου, με προορισμό να καλύψει το σύνολο των αναγκών (στέγασης, διατροφής, υγιεινής, φύλαξης ειδών κλπ) του απασχολουμένου σε ορισμένο έργο προσωπικού αποτελεί δομικό έργο, του οποίου η εγκατάσταση δεν επιτρέπεται άνευ οικοδομικής αδείας. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως προβλήθηκε ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 έκρινε η εκκαλουμένη ότι τα πρόστιμα επιβάλλονται πάντα σε βάρος του κυρίου του γηπέδου διότι την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες και όχι ο εργολάβος-ανάδοχος των εκάστοτε εργασιών, ενώ, σύμφωνα με τον λόγο εφέσεως, το πρόστιμο έπρεπε να επιβληθεί σε βάρος του κυρίου του αυθαιρέτου, δηλαδή της αναδόχου εταιρείας, όταν η αυθαίρετη κατασκευή δεν καθίσταται συστατικό του ακινήτου αλλά παραμένει απλώς παράρτημά του, καθ’ όσον η ανάδοχος εταιρεία αγόρασε, τοποθέτησε και χρησιμοποίησε τις επίμαχες εργοταξιακές εγκαταστάσεις. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι «δεν υπάρχει αντίθετη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία να κωλύει την αποδοχή του προκειμένου λόγου εφέσεως», και η επίκληση της απόφασης 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και της 3421/2011 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας όμως, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος, διότι η έλλειψη νομολογίας αντίθετης προς τους λόγους εφέσεως δεν στοιχειοθετεί, κατά νόμο, ισχυρισμό ικανό να θεμελιώσει το παραδεκτό της εφέσεως. Αλλά και αν θεωρηθεί ότι με τον ισχυρισμό αυτό, ορθώς ερμηνευόμενο, προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τις επικαλούμενες από την εκκαλούσα αποφάσεις 10/2012 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, την οποία, πάντως, δεν προσκομίζει, ως έδει, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και πάλι ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, κατά πρώτον, η κρίση της εκκαλουμένης δεν έρχεται σε αντίθεση με την 3421/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς με την τελευταία ερμηνεύθηκαν διατάξεις που αφορούν σε έκδοση πράξεων κατεδάφισης εντός δασών και δασικών εκτάσεων και όχι οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985, οι οποίες ερμηνεύθηκαν με την εκκαλουμένη, ενώ είναι σύμφωνη με την κρίση της 10/2012 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά την οποία την ευθύνη τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων για κάθε δομικό έργο ή εγκατάσταση φέρει, πάντως, ο κύριος του γηπέδου εντός του οποίου διενεργούνται οι εργασίες. Κατά δεύτερον, ο προβαλλόμενος λόγος εφέσεως εκκινεί υπό την εσφαλμένη εκδοχή ότι κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν η κατασκευή για την οποία ερείζεται η υποχρέωση εκδόσεως οικοδομικής αδείας συνιστά συστατικό ή παράρτημα του γηπέδου, ώστε, εν συνεχεία, να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 1337/1983 περί του κύκλου των προσώπων στους οποίους δύναται να επιβληθεί το πρόστιμο και ο βαθμός ευθύνης αυτών. Τούτο, όμως, δεν είναι κρίσιμο για την διάγνωση της υπόθεσης διότι, κρίσιμο είναι αν η κατασκευή, όπως εν προκειμένω οι εργοταξιακοί οικίσκοι οι προορισμένοι για την παραμονή προσώπων, είναι τεχνικό έργο για το οποίο απαιτείται οικοδομική άδεια, κατά τις διατάξεις του ΓΟΚ/1985.