Πρόσφατη νομολογία


12 Σεπ 2025

ΣτΕ 829/2025 Τμ.Β: Αντίθετοι στο Σύνταγμα & την ΕΣΔΑ οι όροι του άρ. 7 § 4 Ν. 4337/2015 που ωθούν τον φορολογούμενο να αποδεχθεί τις αποδιδόμενες σε αυτόν παραβάσεις

Με την …/08.04.2005 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, διαχειριστικής περιόδου 1.1-31.12.2001, επιβλήθηκε σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΠΕ» πρόστιμο του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Προσφυγή της εταιρείας κατά της πράξης αυτής απορρίφθηκε με την 1565/2013 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Έφεση των ήδη αναιρεσίβλητων κατά της απόφασης αυτής έγινε εν μέρει δεκτή με την 1175/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία εξαφανίστηκε εν μέρει η πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής, μεταρρυθμίστηκε η ένδικη καταλογιστική πράξη με περιορισμό του επιβληθέντος προστίμου, με βάση το άρθρο 7 § 3 του Ν. 4337/2015, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης κύρωσης. Με την κρινόμενη αίτηση προσβλήθηκε η κρίση της ανωτέρω απόφασης, κατά το μέρος που έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 7 § 4 του Ν. 4337/2015, με την οποία τίθενται προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται η αναδρομική εφαρμογή των ευμενέστερων κυρώσεων που προβλέπονται στην § 3 του ίδιου άρθρου, είναι αντίθετη προς την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Κατά το αναιρεσείον Δημόσιο, οι προϋποθέσεις που τίθενται με την εν λόγω διάταξη (ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής και καταβολή του συνόλου της οφειλής εντός ορισμένης προθεσμίας) δεν θεσπίζουν μέτρο προδήλως ακατάλληλο ή απρόσφορο, ούτε υπερακοντίζουν τον δημόσιο σκοπό που επιδιώκεται με τις εν λόγω διατάξεις, ήτοι της συμμόρφωσης του φορολογούμενου προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Εξάλλου, κατά τα προβαλλόμενα, η εν λόγω ρύθμιση συνάδει και προς την αρχή της ισότητας, καθώς με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η άνιση μεταχείριση των φορολογουμένων με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου, μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως έγινε επίκληση του άρθρου 2 του Ν. 3900/2010, ενόψει της ρητής κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί αντίθεσης του άρθρου 7 § 4 του Ν. 4337/2015 προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, ζήτημα για το οποίο, κατά τα προβαλλόμενα, δεν υφίσταται νομολογία. Πράγματι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως του άρθρου 7 § 4 του Ν. 4337/2015, κατά το μέρος που εξαρτά από τις ως άνω προϋποθέσεις την εφαρμογή των ευμενέστερων κυρώσεων του άρθρου 7 § 3 του ίδιου νόμου, προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται τόσο συνταγματικά όσο και σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, κατά τον χρόνο δε άσκησης της κρινόμενης αίτησης δεν υπήρχε απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός του Δημοσίου παρίσταται βάσιμος και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς. Είναι, ωστόσο, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως κρίθηκε μεταγενεστέρως, με τις μεταβατικές διατάξεις της § 4 του άρθρου 7 του Ν. 4337/2015 τέθηκαν προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή της ρύθμισης της § 3 του ίδιου άρθρου του Ν. 4337/2015 επί των εκκρεμών υποθέσεων, οι οποίες θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου, δεδομένου ότι επιβάλλουν σε αυτόν να προβεί σε ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής του συνόλου των παραβάσεων εκάστης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής Αρχής, χωρίς, ωστόσο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4337/2015 να προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας, την τοιαύτη απόκλιση από την κατοχυρωμένη στην ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης «ποινής». Περαιτέρω, κατά τα ήδη κριθέντα, οι επίμαχες προϋποθέσεις της § 4 προσβάλλουν αθέμιτα και το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο, δεδομένου ότι παρακινούν τον φορολογούμενο (προκειμένου να επωφεληθεί της νεότερης, ευμενέστερης γι’ αυτόν, διάταξης) να αποδεχθεί το σύνολο των παραβάσεων που του απέδωσε η φορολογική Διοίκηση, ενέργεια που θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να τις αμφισβητήσει παραδεκτώς με ένδικη προσφυγή. Ενόψει τούτων, και δεδομένου ότι οι ανωτέρω αθέμιτες προϋποθέσεις συνιστούν ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα της όλης μεταβατικής ρύθμισης της § 4 του άρθρου 7 του Ν. 4337/2015, η επίμαχη μεταβατική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 § 1 και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, και, επομένως, ορθώς, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, το δικάσαν δικαστήριο θεώρησε εφαρμοστέα τη ρύθμιση του άρθρου 7 § 3 του Ν. 4337/2015, χωρίς τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 829/2025 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »