19 Οκτ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 5177/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά την 1736/2018 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών της επιφύλαξης που είχε διατυπώσει στην από 15.4.2008 δήλωσή της περί απόδοσης του παρακρατηθέντος, σε βάρος της αλλοδαπής εταιρείας «...», φόρου του άρθρου 13 παρ. 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ποσού 730.167 ευρώ. Με την κρινόμενη αίτηση προβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 3 και 7 της Σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας, δέχθηκε το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι η έννοια των «δικαιωμάτων», που υπάγονται σε παρακρατούμενο φόρο εισοδήματος, είναι ευρεία, αναφερόμενη όχι μόνο στο αντάλλαγμα για την παραχώρηση της χρήσης προστατευόμενων άυλων αγαθών πνευματικής ιδιοκτησίας (περιλαμβανομένου του λογισμικού) αλλά και στις αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών που στηρίζονται στη χρήση τέτοιων αγαθών ή απορρέουν από συμβάσεις παραχώρησης της χρήσης αυτών (περιλαμβανομένων των υπηρεσιών τεχνικής ή τεχνολογικής βοήθειας). Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού, προβλήθηκε ότι ως προς το τιθέμενο νομικό ζήτημα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη στις αποφάσεις 2602-2605/2019 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι «κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων της Σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας μεταξύ Ελλάδας και Ινδίας, το γεγονός ότι έχει συναφθεί σύμβαση που προβλέπει την παραχώρηση της χρήσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και σημάτων από επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ινδία σε ελληνική δεν έχει ως συνέπεια ότι οι αμοιβές που καταβάλλονται στην αλλοδαπή επιχείρηση για την παροχή προς την ελληνική επιχείρηση και άλλου είδους υπηρεσιών, οι οποίες προβλέπονται επίσης από την ίδια σύμβαση, αποτελούν δικαιώματα, υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το άρθρο 13 παρ. 6 του ν. 2238/1994». Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε βάσιμος, διότι, πράγματι, από την κρίση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία διατυπώθηκε σε υποθέσεις με ταυτόσημη νομική και πραγματική βάση, συνάγεται σαφώς ότι η έννοια των «δικαιωμάτων» του άρθρου 7 της ως άνω Σύμβασης είναι στενή, μη καταλαμβάνουσα και τις αμοιβές για την παροχή υπηρεσιών, όπως αυτών της προκείμενης υπόθεσης (συμβούλου και προσαρμογής), έστω κι αν είναι συναφείς με τη χρήση άυλων αγαθών πνευματικής ή εμπορικής/βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Συνεπώς, κρίθηκε ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε αντιθέτως, έπρεπε να αναιρεθεί. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρίνισης ως προς το πραγματικό, καθόσον το Δημόσιο ισχυρίστηκε μόνον ότι οι επίμαχες αμοιβές αποτελούν «δικαιώματα» και δεν αμφισβήτησε κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο την περιγραφή των παρασχεθεισών υπηρεσιών στα οικεία τιμολόγια, όπως παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (υπηρεσίες προσαρμογής, υπηρεσίες συμβούλου), το Δικαστήριο την κράτησε, δίκασε την προσφυγή και, κατ’ αποδοχή αυτής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη σιωπηρή άρνηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών να δεχθεί την επιφύλαξη της αναιρεσείουσας, διατάσσοντας δε την επιστροφή στην αναιρεσείουσα των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (φόρου και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης).