24 Μαΐ 2022
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 490/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 3163/2013 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την πρωτόδικη αυτή απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή του αναιρεσείοντος με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί, μετά τη μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει εντόκως το συνολικό ποσό των 3.036.166,33 ευρώ, για τη ζημία που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη από τη στέρηση, τη χρονικό περίοδο 20.4.2000 έως 31.12.2008, της χρήσης του μισθίου που μίσθωνε από την εταιρεία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) και, επικουρικώς, των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Το δικάσαν δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ θεσπίζεται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση κατά κύριο λόγο από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και οι υλικές ενέργειες ή παραλείψεις που συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του πλαισίου των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ενώ η υπέρτερη δήλωση μονομερούς βούλησης του Δημοσίου (διοικητικές πράξεις ή υλικές ενέργειες) πρέπει να προκύπτει από σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία δημόσιας κυριαρχικής συμπεριφοράς (διαταγές, εντολές κ.τ.τ.) και όχι από κοινωνικές σχέσεις, τηλεφωνικές επαφές ή από παρακλητική επίκληση υψηλών κρατικών αξιωμάτων και λόγων εθνικής σημασίας. Ενόψει των ανωτέρω, έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν θεμελιώνεται εν προκειμένω, αποζημιωτική ευθύνη του αναιρεσιβλήτου για το λόγο ότι δεν προέκυψε η ανάληψη κάποιας ρητής υποχρέωσης από το εφεσίβλητο για να αποζημιώσει τον αναιρεσείοντα εκ του ότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη ή υλική ενέργεια που να ενέχει έκφραση ενάσκησης δημόσιας υπηρεσίας ή να τελεί σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την τελευταία, όπως διαταγές και εντολές. Η κρίση, όμως, αυτή έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση 2202/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφορικά με την κατά την έννοια του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στοιχειοθέτηση του παράνομου χαρακτήρα μιας πράξης ή παράλειψης οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στις περιπτώσεις που ελέγχεται εάν παραβιάζονται ή όχι οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Και τούτο διότι, παραβίαση των αρχών αυτών επέρχεται και, επομένως, ανακύπτει ευθύνη του Δημοσίου και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω άρθρων του ΕισΝΑΚ, όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και στην περίπτωση που τα όργανα του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου όχι απλώς προτρέπουν τον διοικούμενο, αλλά του παρέχουν, προκειμένου να προβεί σε κάποια ενέργεια, συγκεκριμένες υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις δημιουργώντας έτσι σ’ αυτόν βάσιμες προσδοκίες για την εκπλήρωσή τους, και στη συνέχεια αρνούνται να τις εκπληρώσουν ή του δημιουργούν, ενόψει συγκεκριμένων ενεργειών τους, την εύλογη πεποίθηση ότι θα τύχει μιας συγκεκριμένης μεταχείρισης αλλά δεν ολοκληρώνουν τις απαιτούμενες από μέρους τους ενέργειες ώστε να πραγματοποιηθεί η προσδοκία του διοικούμενου. Συνεπώς, το ΣτΕ έκρινε ότι παραδεκτώς και βασίμως προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης ερμηνείας από το δικάσαν δικαστήριο της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.