Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

31 Μαΐ 2023

ΣτΕ 779/2023 Τμ.ΣΤ: Ατομική ειδοποίηση προς επιβολή προσαυξήσεων, εκτελεστότητα της πράξης & δικαίωμα δικαστικής προστασίας-Παραπομπή στην 7μελή σύνθεση

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1020/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος πανεπιστημίου κατά της 413/2007 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 8.9.2005 ανακοπή του αναιρεσείοντος, με την οποία είχε ζητηθεί: α) να αναγνωρισθεί ότι μη νόμιμα επιβλήθηκαν εις βάρος του προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 6 του ΚΕΔΕ ποσού -μέχρι τον Απρίλιο του 2005- 729.839,78 ευρώ και να αναγνωρισθεί και η μη νομιμότητα της επιβολής τους για το μέλλον και β) να ακυρωθεί η προσθήκη των ως άνω προσαυξήσεων επί ταμειακώς βεβαιωθέντος χρέους ποσού 1.159.079,29 ευρώ. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, με την επάλληλη αιτιολογία ότι «4. […] η από 15.9.2005 ανακοπή του εκκαλούντος ήταν απορριπτέα και ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του ΚΔιοικΔ (τριακονθήμερη προθεσμία άσκησης ανακοπής), διότι σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το εκκαλούν ισχυρίζεται με το δικόγραφο της κρινομένης εφέσεως ότι στις 18.4.2005 του κοινοποιήθηκε η προαναφερόμενη …/8.4.2005 ατομική ειδοποίηση της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία έλαβε γνώση της επιβάρυνσής του με τις επίδικες προσαυξήσεις των 729.839,78 ευρώ.». Με την υπό κρίση αίτηση προβλήθηκε ότι το δικάσαν Εφετείο, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων για τα όρια της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ιδίως άρθρο 97 του ΚΔιοικΔ), έκρινε, κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του σχετικού ζητήματος, ότι η ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει αχθεί ενώπιόν του, κατόπιν άσκησης έφεσης από το Δημόσιο, το οποίο καίτοι νικήσας διάδικος, θα είχε έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης για τον συγκεκριμένο λόγο. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης βάσει του ν. 3900/2010 προβλήθηκε ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ήταν αντίθετη προς πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ανωτέρω λόγος κρίθηκε, κατά την κρατήσασα γνώμη, αβάσιμος, διότι ναι μεν, όπως παγίως γίνεται δεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 79 (παρ. 1), 93 (παρ. 1), 95, 97 (παρ. 1 και 2), και 98 (παρ. 1) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που ισχύουν και επί ανακοπής (άρθρα 226 παρ. 1, 97 και 224 παρ. 1 και 2 του ΚΔιοικΔ) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχήν μόνο τα διατυπούμενα με την έφεση παράπονα του εκκαλούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή η οποία ασκήθηκε απαραδέκτως· στην προκειμένη, όμως, περίπτωση το διοικητικό εφετείο, κρίνοντας, κατά τ’ ανωτέρω, ότι η ανακοπή ήταν, πάντως, απορριπτέα (και) ως εκπρόθεσμη, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης την οποία θα έπρεπε, όπως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, να έχει προβάλει κατ’ έφεση το Δημόσιο. Τέτοια πλημμέλεια ούτε υπήρχε ούτε, συνεπώς, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο λόγου εφέσεως. Κι αυτό, γιατί στην πρωτόδικη απόφαση ούτε διαλαμβάνεται κρίση περί εμπροθέσμου της ανακοπής ούτε και ενυπάρχει, έστω σιωπηρώς τέτοια κρίση, ώστε να υπονοείται κρίση περί εμπροθέσμου ασκήσεώς της, αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε για άλλους λόγους απαραδέκτου. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του κρίνοντας επί μη μεταβιβασθέντος κεφαλαίου (τέτοιο κεφάλαιο δεν υπήρχε), αλλά, επιτρεπτώς κατ’ άρθρ. 98 παρ. 4 ΚΔιοικΔ στήριξε το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης και σε συμπληρωματική αιτιολογία. Κατόπιν αυτών, άλλωστε, τέθηκε και ζήτημα απαραδέκτου της προβολής του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως από την άποψη του ν. 3900/2010, διότι η ως άνω νομολογία που επικαλέστηκε το αναιρεσείον ως αντίθετη έκρινε πάντως επί πραγματικού αποδοχής και όχι απορρίψεως, όπως εν προκειμένω, του ενδίκου βοηθήματος στον πρώτο βαθμό. (Μειοψ.). Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι έσφαλε το δικάσαν Δικαστήριο δεχόμενο ότι έγγραφο όπως το ανωτέρω …/8.4.2005, επιγραφόμενο ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» δεν συνιστά εκτελεστή πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με ανακοπή του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όταν με την τελευταία αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, η επιβολή και ο υπολογισμός των οποίων, έπεται της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, δεν αποκλείεται δε να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνουσα, το πρώτον, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, κατόπιν παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την, εκ μέρους του, πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης, βάσει του ν. 3900/2010, προβλήθηκε ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ σχετικά με το αν ασκείται παραδεκτώς ανακοπή κατά εγγράφου της αρμόδιας αρχής -το οποίο τιτλοφορείται μεν ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» και με το οποίο καλείται ο οφειλέτης να καταβάλει την οφειλή του- αλλά τούτο δεν περιέχει όλα τα απαραίτητα, κατ’ άρθρο 4 του ΚΕΔΕ, στοιχεία, στην περίπτωση, κατά την οποία, το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει νέο στοιχείο σχετικά με την έκταση της οφειλής, όπως είναι ο υπολογισμός προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ. Προβλήθηκε, επίσης, ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ ως προς το νομικό ζήτημα της δυνατότητας άσκησης ανακοπής κατά ατομικής ειδοποίησης, ως προς μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, όταν έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως άλλη ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, στην οποία δεν τέθηκε ζήτημα για τη νομιμότητα επιβολής των προσαυξήσεων, για τον λόγο ότι αυτές δεν είχαν ανακύψει. Στην περίπτωση δε που η ατομική ειδοποίηση με την οποία γνωστοποιείται μεταγενέστερα η επιβολή προσαυξήσεων δεν προσβάλλεται αυτοτελώς αλλά θεωρείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι αυτή της ταμειακής βεβαίωσης, τότε, η ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης θα θεωρείται ως δεύτερη ανακοπή κατά της ίδιας πράξης, με αποτέλεσμα να συντρέχει σοβαρός περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, διότι η επιβολή προσαυξήσεων καθίσταται απρόσβλητη και ανέλεγκτη δικαστικά. Κατά τον χρόνο έκδοσης του ενδίκου ως άνω …/8.4.2005 εγγράφου ίσχυε το άρθρο 67 του π.δ. 16/1989, με το οποίο (π.δ.) ρυθμίζονται ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών καθώς και των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών, και στο οποίο –όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο διάστημα- προβλεπόταν η αποστολή από τη Δ.Ο.Υ. στον οφειλέτη ειδικής ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων χρεών (“ειδοποίηση προ κατασχέσεως”), μέσω δε αυτής γνωστοποιείτο στον οφειλέτη η επικείμενη λήψη εις βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ήδη, η συγκεκριμένη ειδική πρόσκληση / ειδοποίηση προ κατασχέσεως ενσωματώθηκε στον ΚΕΔΕ με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 4224/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 7 του ΚΕΔΕ, ως “Ατομική Ειδοποίηση Υπερημερίας”. Στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο ως άνω …/8.4.2005 έγγραφο, καθ’ ο μέρος με αυτό προσδιορίσθηκαν το πρώτον οι μέχρι της εκδόσεώς του προσαυξήσεις τις οποίες, κατά τη Διοίκηση, όφειλε το αναιρεσείον και των οποίων εκείνο αμφισβητούσε αυτοτελώς τη νομιμότητα για τους προεκτεθέντες λόγους, λογίζεται, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι είχε εκτελεστό χαρακτήρα, υποκείμενο σε ανακοπή του άρθρου 217 ΚΔιοικΔ. Έτσι, ο μεν οφειλέτης, εφόσον θεωρεί ότι η Διοίκηση προβαίνει σε παράνομο υπολογισμό των προσαυξήσεων, δύναται να επιτύχει έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς να παραμένει σε εκκρεμότητα ζήτημα με σοβαρές γι’ αυτόν συνέπειες και να απαιτείται να προβάλλει τις αιτιάσεις του κατά του κεφαλαίου των προσαυξήσεων μεταγενεστέρως και μόνον με την άσκηση ανακοπής κατά των κατασχετηρίων πλέον εκθέσεων των άρθρων 10, 30 και 36 του ΚΕΔΕ· παράλληλα δε και το Δημόσιο δεν ζημιούται από την ταχύτερη επίλυση της σχετικής αμφισβητήσεως. Επομένως, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα κατά της …/8.4.2005 ατομικής ειδοποίησης ασκήθηκε απαραδέκτως κατά μη εκτελεστής πράξεως, κρίθηκε μη νόμιμη. Ωστόσο, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος και πλοκής των ως άνω νομικών ζητημάτων, το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην 7μελή του σύνθεση.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΣτΕ 779/2023 Τμ.ΣΤ - Πλήρες κείμενο