Πρόσφατη νομολογία


5 Ιουν 2018

ΣτΕ 754/2018 Τμ.Β΄: Πρόστιμο αντίστοιχο προς την αξία της φορολογικής παράβασης χωρίς δυνατότητα επιμέτρησης συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας

Στην περίπτωση κατά την οποία τα όργανα που διενεργούν φορολογικό έλεγχο στην επαγγελματική εγκατάσταση ορισμένου επιτηδευματία προβαίνουν στην προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις κατάσχεση βιβλίων, στοιχείων ή άλλων εν γένει εγγράφων τρίτου φορολογούμενου (άρ. 36 παρ. 4 ΚΒΣ), απαιτείται η κοινοποίηση σ' αυτόν (τον τρίτο) της εκθέσεως κατασχέσεώς τους (ή αποσπάσματος αυτής), κοινοποίηση η οποία μπορεί να γίνει μέχρι και την κοινοποίηση σ' αυτόν της σχετικής εκθέσεως ελέγχου και με επισύναψή της στην τελευταία. Κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύος των εφαρμοστέων διατάξεων, ως «τρίτος» -σε σχέση με τον καταρχήν ελεγχόμενο επιτηδευματία- νοείται κάθε άλλος επιτηδευματίας, τον οποίο αφορούν τα κατασχεθέντα, υπό την έννοια ότι είναι ενδεχόμενο να προκύπτει από αυτά ότι αποκρύπτει φορολογητέα ύλη και, ως εκ τούτου, να επαπειλείται σε βάρος του η έκδοση καταλογιστικής πράξεως, τούτο δε, ανεξαρτήτως εάν αυτός είναι ή όχι ο εκδότης των κατασχεθέντων. Ωστόσο, η παράλειψη της φορολογικής αρχής να προβεί στην κοινοποίηση της εκθέσεως κατασχέσεως στον τρίτο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λόγο, προβαλλόμενο λυσιτελώς, ο οποίος δικαιολογεί την ακύρωση της καταλογιστικής πράξεως, αν ο τρίτος, ο οποίος, πάντως, έλαβε γνώση των στοιχείων του φακέλου και, κατ’ επέκταση, της εκθέσεως κατασχέσεως κατά το άρθρο 130 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεν επικαλεσθεί, κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι υπέστη βλάβη συνεπεία της τυπικής αυτής πλημμέλειας (Μειοψ.). Περαιτέρω, από άρθρο 32 παρ. 2 του ΚΒΣ, για την επιβολή του προβλεπόμενου με αυτήν προστίμου απαιτείται αφενός μεν να έχει διαπραχθεί η παράβαση της μη εκδόσεως ή της ανακριβούς εκδόσεως στοιχείου από εκείνα που ορίζονται από τον ΚΒΣ, αφετέρου δε η παράβαση αυτή «να έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη» (ολικά ή μερικά) της οικείας συναλλαγής και η αποκρυβείσα αξία να υπερβαίνει το ποσό των 300.000 δρχ. Τότε δε, κατά την έννοια του νόμου, έχει η παράβαση «ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής», ώστε να δικαιολογείται, ως εκ τούτου, η ιδιαιτέρα σοβαρή κύρωση της επιβολής προστίμου ισόποσου της αποκρυβείσας αξίας, όταν, αντιστοίχως, η διάπραξή της, με δεδομένους τους σχετικούς ελεγκτικούς κανόνες και τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θέτει εξ αντικειμένου την οικεία συναλλαγή εκτός του θεσμικού πεδίου του φορολογικού ελέγχου, τείνοντας, έτσι, σε ιδιαίτερα σοβαρό βαθμό στη ματαίωσή του. Ενόψει τούτων, η θέσπιση επιβολής, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, ισόποσου προς την αποκρυβείσα αξία, προστίμου, χωρίς τη δυνατότητα της φορολογικής αρχής επιμετρήσεως αυτού, συναρτάται ευλόγως με την αξία της οικείας συναλλαγής, ήτοι με μέγεθος αναγκαίως συναφές προς το ύψος της αντίστοιχης φοροδιαφυγής, και, ως εκ τούτου, δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 754/2018 Τμ.Β΄ - Πλήρες κείμενο »