7 Ιουν 2022
Με την κρινόμενη προσφυγή ζητήθηκε η εξαφάνιση της 1880/7056+2902/1156/8.3.2018 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, Δήμαρχο Παλαιού Φαλήρου, η πειθαρχική ποινή της αργίας τριών (3) μηνών, λόγω σοβαρής παράβασης των καθηκόντων του από δόλο, κατόπιν της 3/2017 σύμφωνης γνώμης του Πειθαρχικού Συμβουλίου της παρ. 2 του άρθρου 234 του ν. 3852/2010. Η εν λόγω πειθαρχική ποινή επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, διότι δεν προέβη στη σφράγιση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος («BEACH BAR-TAVERNA»), το οποίο φέρεται ότι λειτουργούσε χωρίς άδεια ίδρυσης και λειτουργίας σε τμήμα της παραλίας, απέναντι από το ξενοδοχείο «...», στη ... αριθ. ..., στο Παλαιό Φάληρο. Από τον συνδυασμό των διατάξεων 102 παρ. 4 και 103 παρ. 4 εδάφιο β΄ του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς πειθαρχικού ελέγχου των αιρετών εκπροσώπων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο διαφέρει εκείνου που έχει θεσπισθεί για τους κρατικούς υπαλλήλους, ως προς τα πειθαρχικά όργανα, τη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου και τις επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές. Στο πλαίσιο αυτό, για την επιβολή πειθαρχικών ποινών στους αιρετούς εκπροσώπους των ο.τ.α. απαιτείται σύμφωνη γνώμη πειθαρχικού συμβουλίου, συγκροτούμενου κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, το οποίο, ωστόσο, δεν αποτελεί το όργανο με την αποφασιστική αρμοδιότητα, ενώ, προκειμένου για τους κρατικούς υπαλλήλους, η αποφασιστική αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξης επιβολής της πειθαρχικής ποινής χορηγείται στα υπηρεσιακά τους συμβούλια, στα οποία αυτοί μετέχουν με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών τους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του ν. 3852/2010, την πειθαρχική δικαιοδοσία στα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης ασκεί ο Ελεγκτής Νομιμότητας (ήδη Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης), η δε πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση από τον Συντονιστή αιτιολογημένης απόφασης, με την οποία αυτός «μπορεί», κατ’ άρθρο 233 παρ. 2 Ν. 3852/2010, να επιβάλει τις πειθαρχικές ποινές της αργίας έως έξι μηνών ή της έκπτωσης, ενώ οι πράξεις με τις οποίες ασκείται πειθαρχική εξουσία είναι δεκτικές ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου ως επί πλέον εγγύηση που διασφαλίζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι της κρατικής εξουσίας. Εξάλλου, η προβλεπόμενη στο παραπάνω άρθρο 102 παρ. 4 του Συντάγματος σύμφωνη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου θεσπίζεται, σε επίπεδο νομοθετικής διάταξης, με την παρ. 2 του άρθρου 234 του ν. 3852/2010, όπως δε γίνεται παγίως δεκτό, οι γνωμοδοτήσεις αυτές στερούνται εκτελεστότητας και προσβάλλονται απαραδέκτως με τις σχετικές προσφυγές. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες η πειθαρχική διαδικασία στα αιρετά όργανα των ο.τ.α. χωρεί υπό την απαραίτητη, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, έκδοση σύμφωνης γνώμης πειθαρχικού συμβουλίου αποτελούμενου κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, αλλά ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, με την οποία ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ως το όργανο με την αποφασιστική αρμοδιότητα, αποφαίνεται αιτιολογημένα για την τέλεση ή μη του πειθαρχικού παραπτώματος και την επιβολή της ποινής, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συμφωνίας του Συντονιστή με το περιεχόμενο της σύμφωνης γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, αυτός εκδίδει πράξη αντίστοιχου περιεχομένου με τη γνωμοδότηση· σε περίπτωση, όμως, διαφωνίας του Συντονιστή με τη γνωμοδότηση αυτή, το εν λόγω όργανο μπορεί να απόσχει και με αιτιολογημένη πράξη του να αναπέμψει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, για νέα κρίση. Τούτο δε, διότι αν ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να εκδώσει πράξη με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της σύμφωνης γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο αποφασιστικός χαρακτήρας της αρμοδιότητάς του θα εξέλειπε, το πειθαρχικό συμβούλιο θα καθίστατο το ίδιο αποκλειστικό αποφασίζον όργανο, και η αιτιολογημένη απόφαση του Συντονιστή θα εξέπιπτε σε πράξη διαπιστωτικού χαρακτήρα, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις και την κρατική εποπτεία στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η αιτιολογημένη απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης περί αναπομπής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως -άλλωστε- και οι λοιπές αποφάσεις του, είναι προσβλητή με προσφυγή από οποιονδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον. (Μειοψ.). Εν προκειμένω, κρίθηκε ότι δεν ήταν νόμιμη η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα υπό την αντίληψη ότι ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης δεσμευόταν απολύτως από τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, η δε προσφυγή έγινε δεκτή και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση.