14 Ιουν 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 6/8.4.2020 Έκθεσης Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμόρροπων Κατασκευών της Τριμελούς Επιτροπής Ελέγχου Επικινδύνως Ετοιμόρροπων Κατασκευών του Δήμου Νεάπολης – Συκεών, με την οποία χαρακτηρίσθηκαν ως επικινδύνως ετοιμόρροπες κατασκευές ο Ενοριακός Ιερός Ναός του Αγίου Παύλου και διώροφο κτίσμα επί της Λεωφόρου ... στη Δημοτική Ενότητα Αγίου Παύλου του ανωτέρω Δήμου στο Νομό Θεσσαλονίκης. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 422 επ. του ΚΒΠΝ, η αρμόδια για τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου πολεοδομική υπηρεσία, όταν διαπιστώσει ότι ορισμένη οικοδομή είναι, εν όλω ή εν μέρει, απλώς ετοιμόρροπη (κοινώς ετοιμόρροπη), καθορίζει τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου που εμφανίζει η οικοδομή αυτή από στατική και δομική άποψη, με βάση το είδος και την έκταση του κινδύνου. Εξάλλου, ορίζεται ρητά στις διατάξεις αυτές ότι «υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιότερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λπ.» και σε έσχατη μόνο περίπτωση, όταν «αποκλείονται οι επισκευές», διατάσσονται οριστικές κατεδαφίσεις. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις χαρακτηρισμού οικοδομής ως «επικινδύνως» ετοιμόρροπης, δεν εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο εάν υπάρχει δυνατότητα επισκευών, αλλά η κατασκευή κατεδαφίζεται τρεις μέρες μετά την κοινοποίηση της σχετικής έκθεσης στους ενδιαφερόμενους ή αμέσως, χωρίς δυνατότητα, μάλιστα, υποβολής ενστάσεων, εφόσον η απόφαση της Επιτροπής είναι ομόφωνη. Περαιτέρω, η έκθεση χαρακτηρισμού οικοδομής ως απλώς (κοινώς ετοιμόρροπης) ή «επικινδύνως» ετοιμόρροπης πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, αφενός, ως προς το είδος και την έκταση των ανεπαρκειών, ζημιών κ.λπ. της οικοδομής και του κινδύνου και, αφετέρου, ως προς τα μέτρα για την άρση της επικινδυνότητας. Στη νομοθεσία περί επικινδύνως ετοιμόρροπων κτισμάτων δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης ειδικής διοικητικής προσφυγής κατά του πρωτοκόλλου, με το οποίο το κτίσμα χαρακτηρίζεται ως επικινδύνως ετοιμόρροπο και κατεδαφιστέο. Ελλείψει της δυνατότητας αυτής, το αιτούν άσκησε κατά της 6/8.4.2020 Έκθεσης την ανωτέρω από 8.5.2020 αίτηση θεραπείας. Η τεκμαιρόμενη, όμως, σιωπηρή απόρριψη της αίτησης θεραπείας από τη Διοίκηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση διότι αυτή στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, ως επιβεβαιωτική της 6/8.4.2020 Έκθεσης. Προβλήθηκε ότι αρμόδια για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης είναι η Υπηρεσία Δόμησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 του 247/2013 Κανονισμού της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Ο λόγος, όμως, αυτός κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού οικοδομής, επομένως και των ναών, ως επικινδύνως ετοιμόρροπης δεν έχει περιέλθει με τον ανωτέρω Κανονισμό στην Υπηρεσία Δόμησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αντιθέτως συμβαίνει με την αρμοδιότητα έκδοσης άλλων ρητώς αναφερομένων στον Κανονισμό πράξεων, αλλά ανήκει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ΚΒΠΝ, στην οικεία πολεοδομική υπηρεσία. Επιπλέον, προβλήθηκε ότι δεν τηρήθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, το γεγονός δε ότι, εν προκειμένω, η Υπηρεσία, με το 912/5.3.2020 έγγραφο, ενημέρωσε την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ότι θα προβεί σε αυτοψία στον χώρο δεν συνιστά τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου δεδομένου ότι η Ιερά Μητρόπολη δεν εκπροσωπεί το αιτούν ως φορέα του περιουσιακού δικαιώματος και της θρησκευτικής λειτουργίας του Ιερού Ναού. Ο λόγος, όμως, αυτός κρίθηκε επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, προεχόντως, η τήρηση της αρχής αυτής δεν απαιτείται σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, στις οποίες η διοικητική πράξη εκδίδεται επί τη βάσει αντικειμενικών δεδομένων μη σχετιζόμενων προς υποκειμενική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων. Τέλος, κρίθηκε ότι η διαβίβαση στο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, κατά την ανωτέρω διάταξη, έκθεσης επικινδύνως ετοιμόρροπης κατασκευής, προϋφιστάμενης του έτους 1955, συνιστά τύπο, η τήρηση του οποίου δεν προηγείται αλλά έπεται της έκδοσης τέτοιας έκθεσης. Συνεπώς, και υπό την εκδοχή ότι ο Ιερός Ναός προϋφίσταται του έτους 1955, ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος κρίθηκε απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος διότι δεν προσάπτει πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη πράξη αλλά συναρτάται με την τηρητέα διαδικασία μετά την έκδοσή της.