23 Μαΐ 2022
Με τις κρινόμενες αιτήσεις ζητήθηκε η αναίρεση της 1438/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την εν λόγω απόφασή του το εφετείο εκδίκασε αντίθετες εφέσεις των ως άνω διαδίκων κατά της 2063/2002 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά· και απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, ενώ δέχθηκε εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος ... ..., μεταρρύθμισε, κατόπιν αυτού, την εκκληθείσα απόφαση και α) ακύρωσε την από 1.7.1997 εις βάρος του εν λόγω αναιρεσείοντος πράξη χρέωσης ειδικού φόρου κατανάλωσης και εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους, επί εισαγόμενου από τις ΗΠΑ μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, κατά το μέρος που αφορούσε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, β) μεταρρύθμισε την ίδια πράξη, κατά το μέρος που αφορά το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος και γ) διέταξε νέα εκκαθάριση του τέλους αυτού, καθώς και την επιστροφή στον αναιρεσείοντα των αχρεωστήτως καταβληθέντων σχετικών ποσών, νομιμοτόκως από την άσκηση της προσφυγής του αναιρεσείοντος. Με την προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς ο αναιρεσείων, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη, ζήτησε την επιστροφή των σχετικών ποσών, «ειδικού φόρου κατανάλωσης, εφάπαξ ειδικού πρόσθετου τέλους, καθώς και του φόρου προστιθέμενης αξίας, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε αντίθεση με το πρωτοβάθμιο (απόφαση 2063/2002), αφού έλαβε υπόψη του την κατόπιν προδικαστικής παραπομπής (με την ΣτΕ 2126/2005) από 26.4.2007 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (C-392/2005), έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο αναιρεσείων δικαιούται, σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. Δ.245/1988, απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, διότι κατά το χρονικό διάστημα παραμονής του στις ΗΠΑ είχε μεταφέρει εκεί την συνήθη κατοικία του από την Ελλάδα, κατείχε δε το ένδικο όχημα τουλάχιστον έξη μήνες πριν από την μεταφορά της κατοικίας του εκ νέου στην Ελλάδα. Κατά τα λοιπά, το εφετείο δεν απάλλαξε τον αναιρεσείοντα από την καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας, με την σκέψη ότι πρόκειται για εισαγωγή αγαθού από μη κράτος-μέλος της Ε.Ο.Κ., ενώ, ως προς την επιβολή του εισαγωγικού δασμού, δεν έλαβε θέση. Όπως προκύπτει σαφώς από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η διάταξη που, κατά το εφετείο, διέπει το ύψος του επιτοκίου του Δημοσίου επί των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και η οποία εφαρμόσθηκε εν προκειμένω για το έντοκο της επιστροφής στον αναιρεσείοντα των επίδικων ως άνω επιβαρύνσεων, είναι η του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 και όχι η του άρθρου 21 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αιτών. Περαιτέρω, δεν αναδεικνύεται κρίσιμο νομικό ζήτημα επί του οποίου να υφίσταται, κατά την έννοια του νόμου, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης σε νομολογία (η αναιρεσιβαλλομένη, εκτός του ότι δεν διαλαμβάνει καμιά σχετική κρίση, περιγράφει την προσφυγή ως μη περιέχουσα αντίστοιχο αίτημα). Άλλωστε, ούτε οι αποφάσεις του ΣτΕ που επικαλείται ο αναιρεσείων έχουν κρίνει σχετικώς. Επίσης, εν όψει και του συνολικού ποσού των επίδικων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, πέραν της προσφορότητας των επιμέρους στοιχείων του, καθώς και του ότι απαραδέκτως επιχειρείται η τεκμηρίωσή του όχι με το ίδιο το αναιρετήριο αλλά με υπόμνημα, δεν συγκροτούν, πάντως, εν προκειμένω, την έννοια των «ευρύτερων οικονομικών επιπτώσεων» που θα δικαιολογούσαν κατ’ εξαίρεση την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Αντιθέτως, κατά το σκέλος που αφορά την νομιμότητα επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας, ο περί του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως ισχυρισμός είναι βάσιμος και ο λόγος από της εν λόγω απόψεως παραδεκτός. Δεδομένου δε και του κατά τα λοιπά παραδεκτού της προβολής του, είναι και βάσιμος, καθόσον, όπως πράγματι κρίθηκε με την ΣτΕ 87/2010, της οποίας γίνεται επίκληση, ο φόρος προστιθέμενης αξίας διέπεται από τις αυτές διατάξεις που διέπουν και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα, που όπως εν προκειμένω μεταφέρουν την συνήθη κατοικία τους από χώρα εκτός της Κοινότητας σε κράτος μέλος της Κοινότητας, απαλλάσσονται της καταβολής του κατά την εισαγωγή των προσωπικών τους ειδών· συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που έκρινε αντιθέτως, έσφαλε και πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί· η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.