24 Σεπ 2019
Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος εξέλιπε μετά την ακύρωση της πράξεως χαρακτηρισμού, στο πλαίσιο της ενδικοφανούς διαδικασίας, λόγω της υπαγωγής της εκτάσεως στην αναδάσωση του έτους 1934, το δε εκκαλούν δεν προέβαλε λόγους κατά της αιτιολογίας αυτής αλλά αμφισβήτησε με την αίτηση ακυρώσεως τον δασικό χαρακτήρα της εκτάσεως. Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση προς την υφιστάμενη νομολογία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με αυτήν, ο ενδιαφερόμενος δύναται αφενός να αμφισβητήσει την υπαγωγή ορισμένης εκτάσεως στην αναδάσωση, αφετέρου δε, ειδικώς δε στην περίπτωση της αναδάσωσης του έτους 1934, η οποία θεωρείται παρωχημένη, να αμφισβητήσει, και το δασικό χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως, υπαχθείσας αρχικώς στην αναδάσωση του έτους 1934, ενόψει μεταγενέστερης εκτιμήσεως της καταστάσεως εκ μέρους της Διοικήσεως, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση εκδόσεως πράξεως χαρακτηρισμού. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση ασκείται παραδεκτώς. Ο δε προβαλλόμενος λόγος εφέσεως ότι παρίσταται μη νόμιμη η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως είναι βάσιμος. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της …/… αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη νομίμως, καταρχήν, σε επανεκτίμηση της κατάστασης στην περιοχή και ειδικότερα του δασικού χαρακτήρα αυτής. Πλην η σχετική κρίση της Επιτροπής στηρίχθηκε σε μη νόμιμα στοιχεία. Στηρίχθηκε, ειδικότερα, στο ότι η επίμαχη έκταση περιλαμβάνεται στην αναδάσωση του 1934 και στο ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις της αποφάσεως κηρύξεως της αναδασώσεως, στους χάρτες του έτους 1884 του Kaupert, καθώς και στη συνταχθείσα από το τότε Δασαρχείο Αττικής, κατά τη δεκαετία του 1930, διαχειριστική έκθεση του διακατεχόμενου Μοναστηριακού Δάσους Σκαραμαγκά, δηλαδή σε στοιχεία αναγόμενα σε χρόνο παρωχημένο. Περαιτέρω, η κρίση της ανωτέρω αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, σε σχέση με το δασικό χαρακτήρα της περιοχής, στηρίχθηκε στη μορφή της επίμαχης εκτάσεως διαχρονικά, όπως αυτή αποτυπώνεται στις αεροφωτογραφίες του έτους 1937, 1945 έως 1984, χωρίς ωστόσο να αιτιολογείται με τον τρόπο αυτό ο δασικός χαρακτήρας της εκτάσεως, δεδομένου ότι με την ανωτέρω απόφαση συνομολογείται κατ’ ουσίαν ότι κατά το έτος 1937, η έκταση είχε απλώς οριακά δασικό χαρακτήρα, σε ποσοστό άνω του 15%, ενώ ήδη από το 1945 και μετά, δηλαδή πολύ πριν το Σύνταγμα του 1975, δεν είχε δασική μορφή, ήδη δε, κατά το χρόνο εκδόσεως της ανωτέρω, προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση, αποφάσεως η έκταση καλυπτόταν από μπάζα. Περαιτέρω, η κρίση περί του δασικού χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως δεν δύναται να στηριχθεί ούτε στις χορηγηθείσες άδειες επεμβάσεως στη γύρω περιοχή, που μνημονεύει η απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, οι οποίες δόθηκαν ως επί δασικών εκτάσεων, δεδομένου ότι η εγκρίσεις αυτές αφορούν, πάντως, άλλες γειτονικές εκτάσεις και όχι την επίμαχη, η οποία είναι αυτοτελής έκταση μεγάλου εμβαδού, η οποία μπορεί και πρέπει να κριθεί με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά. Με τα δεδομένα αυτά δεν αιτιολογείται η κρίση της προσβαλλόμενης πράξεως σε σχέση με το δασικό χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως.