29 Μαΐ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 195/2021 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατόπιν εν μέρει αποδοχής εφέσεως του αναιρεσιβλήτου Δήμου κατά της 5263/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, καθ’ ο μέρος είχε δεχθεί την αγωγή του αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, δικάσθηκε η εν λόγω αγωγή κατά το ίδιο μέρος και απορρίφθηκε, εν τέλει, καθ’ ολοκληρίαν. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να καταβάλει νομιμοτόκως στον αναιρεσείοντα ποσό 90.662,10 ευρώ, για οφειλόμενους μισθούς, λόγω παράνομης παραλείψεως αναδρομικού διορισμού του σε θέση του κλάδου ΠΕ Πολιτικών Μηχανικών του Δήμου, για το μνημονευόμενο στην απόφαση χρονικό διάστημα. Η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε την 18.6.2021 και επομένως διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3900/2010. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της διαφοράς, που άγεται κατ’ αναίρεση, δεν υπολείπεται του ορίου των 40.000 ευρώ. Αμφισβητείται η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους του αναιρεσείοντος από την άσκηση, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ελευθερίου επαγγέλματος ως πολιτικός μηχανικός για τον υπολογισμό της οφειλομένης σ’ αυτόν αποζημιώσεως. Για το παραδεκτό δε της προβολής του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989, προβλήθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο, ότι επί του τιθέμενου ως άνω ζητήματος η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αντίθετη προς τις 3606/2012, 1287/2013, 4441/2013 και 744/2016 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις εν λόγω αποφάσεις κρίθηκε ότι, επί παρανόμου παραλείψεως διορισμού, το κέρδος που αποκόμισε ο ζημιωθείς από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών ή την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας δεν προκύπτει από το ως άνω ζημιογόνο γεγονός, αλλά από την αυτόνομη δραστηριότητα του ζημιωθέντος για λόγους βιοποριστικούς και, συνεπώς, ο καταλογισμός, έστω και μέρους του προκύψαντος οφέλους, στη ζημία, θα αντέκειτο στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτόν, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια του ζημιωθέντος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται, από ενέργειές του, οι συνέπειες της παρανομίας της. Με τα δεδομένα αυτά, ο ανωτέρω ισχυρισμός κρίθηκε ως βασίμως προβαλλόμενος, αφενός μεν, διότι υφίσταται η προβαλλόμενη αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις των οποίων γίνεται επίκληση, αφετέρου δε, διότι η εν γένει νομολογία του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος εμφανίζεται κυμαινομένη. Ενόψει των ανωτέρω, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι οφειλόμενες στον αναιρεσείοντα αποδοχές ήσαν, άνευ ετέρου, συμψηφιστέες με την ωφέλεια που αποκόμισε, ενόσω βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, δεν είναι ορθή. Τούτο δε, διότι, τέτοιος συμψηφισμός, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου προς την παρανομία της Διοικήσεως, δεν είναι καταρχήν νόμιμος, ενώ, εξάλλου, δεν προκύπτει (από τον τρόπο που περιγράφεται η σχετική δραστηριότητα) ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα τον καθιστούσαν επιτρεπτό.