5 Απρ 2022
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης 1/19.2.2020 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία η Αρχή, επικαλούμενη αναρμοδιότητα, αρνήθηκε να επιληφθεί καταγγελίας του αιτούντος κατά επτά φυσικών προσώπων και ενός νομικού προσώπου για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του. H σύσταση εποπτικών αρχών στα κράτη μέλη της ΕΕ, εξουσιοδοτημένων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους με πλήρη ανεξαρτησία, αποτελεί, κατά την αιτιολογική σκέψη 117 του Κανονισμού 2016/679, ουσιώδη συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν, ο Κανονισμός επιβάλλει στα κράτη μέλη την σύσταση εποπτικών αρχών (άρθρο 51), λαμβάνει πρόνοια για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και την θέσπιση κανόνων σχετικών με την επιλογή των μελών τους (άρθρα 52 και 53), εξοπλίζει δε τις αρχές αυτές με εξουσίες έρευνας, αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες καθώς και διορθωτικές εξουσίες, μεταξύ των οποίων, αφενός, η εξουσία της επιβολής του προσωρινού ή οριστικού περιορισμού, περιλαμβανομένης και της απαγόρευσης, της επεξεργασίας των δεδομένων, και, αφετέρου, η εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου (άρθρο 58). Ο Κανονισμός κατοχυρώνει, επίσης, τόσο το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στην εποπτική αρχή, η σχετική πράξη της οποίας (αλλά και η άρνησή της να επιληφθεί καταγγελίας) υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (άρθρα 77 και 78) όσο και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 79). Αντίστοιχες ρυθμίσεις και μέτρα εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού περιέχει εξάλλου και το εθνικό δίκαιο (ν. 4624/2019). Από δε τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν συνάγεται ότι η εποπτική αρχή δεν δύναται νομίμως να αρνηθεί την άσκηση της αρμοδιότητάς της να εξετάσει καταγγελία για παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, εάν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, να διατάξει τα κατάλληλα μέτρα ή να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, για τον λόγο ότι εκκρεμεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αγωγή του ιδίου φυσικού προσώπου κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, που στηρίζεται στην ίδια παράβαση. Και τούτο προεχόντως διότι η εποπτική αρχή οφείλει να ασκεί τις εξουσίες της προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των, σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, καμία διάταξη του Κανονισμού δεν προβλέπει την δυνατότητα της εποπτικής αρχής να αρνηθεί την άσκηση των διορθωτικών αρμοδιοτήτων της για τον ανωτέρω λόγο ενώ, αντιθέτως, όσον αφορά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ή και απόρριψης του σχετικού ενδίκου βοηθήματος λόγω αναρμοδιότητας υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3, αντιστοίχως, του άρθρου 81. Η αντίθετη εκδοχή δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στις ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, εν προκειμένω, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ότι δηλαδή η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι αναρμόδια να επιληφθεί της ένδικης καταγγελίας εφόσον εκκρεμεί στα πολιτικά δικαστήρια αγωγή αποζημίωσης του ήδη αιτούντος κατά των καταγγελθέντων ενώπιον της Αρχής προσώπων για τις ίδιες πράξεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, δεν είναι νόμιμη.