Πρόσφατη νομολογία


16 Νοε 2021

ΣτΕ 526/2021 Τμ.Ε: Υποχρέωση της Διοικήσεως να εξαγοράσει ή να απαλλοτριώσει έκταση Οικοδομικού Συνεταιρισμού που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα

Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες φερόμενοι ως κύριοι έκτασης στην εκτός σχεδίου περιοχή “Άνω Βούλα - Πανόραμα - Δικηγορικά” της περιφέρειας του Δήμου Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης, ζητούν την ακύρωση της τεκμαιρόμενης απόρριψης της από 22.8.2017 αιτήσεώς τους από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες είχαν ζητήσει: 1. Την ανάκληση της …/20.3.1980 απόφασης του Αναπληρωτή Νομάρχη Πειραιώς, με την οποία έκταση 124 στρεμμάτων στην ως άνω περιοχή κηρύχθηκε ως αναδασωτέα, κατά το μέρος αυτής που αφορά τις ιδιοκτησίες τους. 2. Την έγκριση και την ολοκλήρωση της διαδικασίας ρυμοτόμησης των ιδιοκτησιών τους με σκοπό την οικιστική ανάπτυξή τους, προς εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο αυτές αποκτήθηκαν αρχικώς από τον δικαιοπάροχό τους Οικοδομικό Συνεταιρισμό Καστελλοριζίων Ελλάδος και, στη συνέχεια, από εκείνους. 3. Άλλως, την ανταλλαγή των ως άνω ιδιοκτησιών με έτερες οικιστικές εκτάσεις ανάλογης προς αυτές αξίας, άλλως δε την εξαγορά ή την απαλλοτρίωσή τους εκ μέρους τον Δημοσίου. 4. Άλλως και επικουρικώς, την καταβολή αποζημίωσης με βάση την εμπορική αξία των ιδιοκτησιών και με σκοπό την αποκατάσταση της διασαλευθείσας εις βάρος τους ισορροπίας που εγγυώνται οι διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η οικιστική αξιοποίηση και πολεοδόμηση δασών και δασικών εκτάσεων είναι, καταρχήν, ασύμβατη με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 Συντ. που επιτρέπουν την, κατ’ εξαίρεση μόνον, ένταξη μικρών τμημάτων δάσους σε σχέδιο πόλεως χάριν της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού, εφόσον τα τμήματα αυτά γειτνιάζουν ή περιβάλλονται από οικισμούς, οπότε οι εντασσόμενοι στο σχέδιο δασικοί θύλακες οφείλουν, παρά την ένταξη, να διατηρούν υποχρεωτικώς αναλλοίωτο το δασικό τους χαρακτήρα. Ο κανόνας αυτός ισχύει και ως προς την οικιστική αξιοποίηση εκτάσεων για τις στεγαστικές ανάγκες μελών οικοδομικών συνεταιρισμών και την πολεοδόμηση των εκτάσεων αυτών, η οποία δεν είναι επιτρεπτή υπό το Σύνταγμα του 1975, ακόμη και στην περίπτωση που η έκταση για την οποία πρόκειται ανήκει στην ιδιοκτησία οικοδομικού συνεταιρισμού, το δε σχετικό ιδιοκτησιακό δικαίωμα του συνεταιρισμού είχε αποκτηθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ενόψει τούτων, έχουν κριθεί ως αντικείμενες στο Σύνταγμα οι διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, καθ’ ό μέρος προέβλεπαν την δυνατότητα οικιστικής ανάπτυξης δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία θα συνιστούσε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη μεταβολή του προορισμού εκτάσεων δασικού χαρακτήρα. Δεν θα αντέκειτο, αντιθέτως, στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς, αλλά συντρέχει, ως προς αυτές, νομική αδυναμία οικιστικής αξιοποίησης και πολεοδόμησης λόγω του δασικού τους χαρακτήρα, ούτε η ανταλλαγή των εν λόγω μη δυναμένων να πολεοδομηθούν εκτάσεων με δημόσιες εκτάσεις οικιστικού χαρακτήρα, τούτο, όμως, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του οικοδομικού συνεταιρισμού είχε αποκτηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος, δεδομένου ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 Συντ., δεν είναι θεμιτή, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975, η απόκτηση δασών και δασικών εκτάσεων με σκοπό την οικιστική τους αξιοποίηση. Ενόψει τούτου, έχει κριθεί ως μη αντικείμενη στο άρθρο 24 παρ. 1 Συντ. διάταξη τυπικού νόμου (άρθρο 50 παρ. 3 του ν. 998/1979), η οποία προέβλεπε την αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς και δεν μπορούν να πολεοδομηθούν, μεταξύ άλλων, και για το νομικό λόγο της απαγόρευσης πολεοδόμησης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, καθώς και την ανταλλαγή των δασικών αυτών εκτάσεων με δημόσιες εκτάσεις οικιστικού χαρακτήρα για τους ίδιους λόγους, μόνον, όμως, καθ’ ό μέρος η διάταξη αυτή αφορούσε σε εκτάσεις, ως προς τις οποίες ο οικοδομικός συνεταιρισμός είχε αποκτήσει ιδιοκτησιακό δικαίωμα πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975. Το περιουσιακό δικαίωμα, προκειμένου να τύχει προστασίας κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ, πρέπει να είναι υφιστάμενο και όχι ενδεχόμενο ή μελλοντικό, διότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο επί της υφιστάμενης περιουσίας και δεν εγγυάται την προσδοκία απόκτησης νέας, εκτός αν πρόκειται περί απαιτήσεως που αναμένεται μετά βεβαιότητος να τελεσφορήσει. Τέτοια δεν είναι η απαίτηση να αναγνωρισθεί στον ενδιαφερόμενο ένα περιουσιακό δικαίωμα μη δυνάμενο να ασκηθεί, ούτε απαίτηση εξαρτώμενη από όρους που δεν δύνανται να εκπληρωθούν. Εξάλλου, η περιουσιακή αξίωση, προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου, πρέπει να έχει επαρκή βάση στο εθνικό δίκαιο, δηλαδή να κατοχυρώνεται νομοθετικώς ή να έχει επιβεβαιωθεί από μία ευρέως καθιερωθείσα νομολογία των δικαστηρίων. Υπό την έννοια αυτή, στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ εμπίπτει και η σχετική με περιουσιακό δικαίωμα “θεμιτή προσδοκία”, η οποία έχει το χαρακτήρα επιδιώξιμης αξιώσεως και δεν αποτελεί απλή διεκδίκηση για την υποστήριξη της οποίας προβάλλονται απλώς εύλογοι ισχυρισμοί, δεν συνιστά, δηλαδή, απλή ελπίδα απόκτησης περιουσίας. Έτσι, ο επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ σε βάρος του πρέπει πρωτίστως να αποδεικνύει την ύπαρξη ενός τέτοιου δικαιώματος. Περαιτέρω, η αναγκαστική απαλλοτρίωση κηρυσσόμενης ως “αναδασωτέας” έκτασης είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση μόνον όταν σκοπό της κήρυξης της έκτασης ως “αναδασωτέας” δεν αποτελεί η αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης που έχει καταστραφεί και η εν γένει ανάκτηση της δασικής της βλάστησης, αλλά η δάσωσή της και η πρόσδοση σε αυτήν δασικού χαρακτήρα που δεν είχε προηγουμένως. Η υποχρέωση δε αυτή συντρέχει εφόσον έχει προηγουμένως τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 998/1979, κατά την οποία διερευνάται η εγκυρότητα των τίτλων ιδιοκτησίας του φερόμενου ιδιοκτήτη και καθορίζεται από το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών το τίμημα για την πώληση της εκτάσεως, και μόνον εάν ο ιδιοκτήτης δεν πωλήσει εντέλει την έκταση αυτή στο καθορισθέν τίμημα. Εφόσον, αντιθέτως, η έκταση για την οποία πρόκειται έχει ήδη δασικό χαρακτήρα και υπάγεται στη δασική νομοθεσία, η κήρυξή της ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας είναι, μεν, δυνατή, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου 43, δεν είναι όμως υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Τέλος, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 43 του ν. 998/1979, δεν προβλέπεται περίπτωση ανταλλαγής έκτασης κηρυχθείσας ως αναδασωτέας. Περαιτέρω, οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι ιδιοκτήτες δασών ή δασικών εκτάσεων, είναι δικαιούχοι ανταλλαγής των εκτάσεων αυτών με ακίνητα ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, η ανταλλαγή δε αυτή διενεργείται βάσει της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 15, η οποία εκκινεί με την υποβολή αιτήσεως από τον δικαιούχο. Η αίτηση αυτή, επί ποινή απαραδέκτου, συνοδεύεται από έκθεση τίτλων, η οποία συ\τάσσεται και υπογράφεται από δύο δικηγόρους τουλάχιστον παρ’ εφέταις και θεωρείται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Ανακαλούνται εκείνες οι αποφάσεις, με τις οποίες κηρύχθηκαν ως αναδασωτέες, για την αναδημιουργία δασικής βλάστησης, εκτάσεις, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στους προσδιοριζόμενους στην εν λόγω διάταξη οικοδομικούς συνεταιρισμούς, εφόσον τεκμηριωθεί ότι οι εν λόγω εκτάσεις δεν είχαν ποτέ δασικό χαρακτήρα. Δεν ανακαλούνται, όμως αποφάσεις, με τις οποίες κηρύχθηκαν ως «αναδασωτέες» χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι οποίες δεν είχαν μεν αρχικώς δασικό χαρακτήρα, αλλά κρίθηκε ότι επιβάλλεται για προστατευτικούς σκοπούς η δάσωσή τους κατά το άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 998/1979. Περαιτέρω, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί και τις παράνομες ακόμη πράξεις της, εφόσον αυτές έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο ως εκ της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας για την κατ’ αυτών άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Ενόψει τούτου, η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεως περί ανακλήσεως διοικητικής πράξεως δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Συνεπώς, η εν προκειμένω σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως των αιτούντων περί ανακλήσεως της πράξεως κηρύξεως της επίμαχης αναδάσωσης δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής απορρίφθηκε με τις προαναφερθείσες 1818/1981, 1819/1982 και 1820/1982 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από τις αποφάσεις αυτές και από τα στοιχεία που συνόδευαν την πράξη αναδάσωσης, αυτή απέβλεπε αφενός μεν στην αναδημιουργία της δασικής βλάστησης στο τμήμα της επίμαχης έκτασης, που είχε δασικό χαρακτήρα, τον οποίο απώλεσε λόγω πυρκαϊάς, και αφετέρου στη δάσωση της υπόλοιπης έκτασης για προστατευτικούς σκοπούς. Συνεπώς, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη του άρθρου 11 παρ.6 του ν. 3147/2003 για την ανάκληση της αναδάσωσης που κηρύχθηκε με την …/20.3.1980 απόφαση του Αναπληρωτή Νομάρχη Διαμερίσματος Πειραιώς και η παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει την εν λόγω απόφαση δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Επίσης, από τη γραμματική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 43 του ν. 998/1979, δεν προβλέπεται περίπτωση ανταλλαγής έκτασης κηρυχθείσας ως αναδασωτέας ή δασωτέας. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι οι αιτούντες ακολούθησαν την ειδική διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 15 του ν. 4280/2014 για την ανταλλαγή των ιδιοκτησιών τους με εκτάσεις του Δημοσίου. Συνεπώς, η σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος των αιτούντων για την ανταλλαγή των ιδιοκτησιών τους υπήρξε νόμιμη. Εν προκειμένω, η επίμαχη έκταση κηρύχθηκε ως αναδασωτέα με τη νομαρχιακή απόφαση …/20.3.1980 για την αναδημιουργία της δασικής της βλάστησης που είχε καταστραφεί το έτος 1974 από πυρκαγιά μόνον κατά ένα τμήμα της. Συνάγεται περαιτέρω ότι κατά τον χρόνο κήρυξης της αναδάσωσης, το έτος 1980, αλλά και κατά τον χρόνο της πυρκαγιάς του έτους 1974, υπήρχε τμήμα της έκτασης των 124 στρεμμάτων, το οποίο δεν κάηκε και δεν είχε δασικό χαρακτήρα εκείνα τα χρονικά σημεία, αλλά ότι κρίθηκε πράγματι δασωτέο για λόγους προστασίας της κάτωθεν αυτού ευρισκόμενης οικιστικής περιοχής. Με τα δεδομένα αυτά η Διοίκηση έπρεπε να εξετάσει αν οι ιδιοκτησίες των αιτούντων ευρίσκονται εντός του εν λόγω τμήματος και, σε καταφατική περίπτωση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εξαγορά ή την απαλλοτρίωση αυτών κατά το άρθρο 43 του ν. 998/1979. Ως εκ τούτου, η παράλειψη της Διοίκησης να αποφανθεί επί της από 22.8.2017 αιτήσεως των αιτούντων ως προς τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του άρθρου 43 παρ. 2 και 3 του ν. 998/1979 παρίσταται μη νόμιμη. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως των αιτούντων κατά το μέρος τούτο και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να κριθεί με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία το ανωτέρω αίτημα.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 526/2021 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο »