2 Μαΐ 2025
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 2994/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία, κατ’ αποδοχήν έφεσης του αναιρεσίβλητου Δημοσίου, εξαφανίσθηκε, μετά την 3486/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η 2889/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδικάσθηκε, εν συνεχεία, και απερρίφθη η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της …/…/…/26.1.2000 πράξης του Διευθυντή του Ζ΄ Τελωνείου Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιά (Τ.Ε.Τ.Σ.), κατά το μέρος που η αναιρεσείουσα είχε κηρυχθεί αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή των πολλαπλών τελών και λοιπών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που είχαν επιβληθεί σε βάρος των κυρίως υπαιτίων για τη διάπραξη λαθρεμπορικών παραβάσεων προσώπων. Όπως έχει κατ’ επανάληψη κριθεί, με τις διατάξεις του άρθρου 108 του ΤελΚ δεν καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών σε περίπτωση εικονικού εφοδιασμού πλοίου με ελεύθερα καύσιμα ούτε, κατ’ επέκταση, εισάγεται αμάχητο τεκμήριο ευθύνης τους σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλ’ αντιθέτως επιβάλλεται σε αυτές η υποχρέωση, πριν από την κίνηση της διαδικασίας έκδοσης απόφασης συμψηφιστικής ατέλειας, να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια, εγκαθιστώντας τους κατάλληλους, ολοκληρωμένους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου των εμπορικών τους εταίρων, και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τον (πέραν του τυπικού) ουσιαστικό έλεγχο των διαβιβασθέντων από αυτούς παραστατικών, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι συντρέχουν, πράγματι, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του συμψηφισμού. Οι υποχρεώσεις, εξάλλου, αυτές είναι εύλογες και, ως εκ τούτου, σύμφωνες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, το δικαίωμα εμπορίας πετρελαιοειδών σε τιμές που δεν περιλαμβάνουν δασμούς και φόρους και το συνακόλουθο προς αυτό δικαίωμα συμψηφιστικής ατέλειας ανήκει αποκλειστικά στις εταιρείες κατόχους ειδικής άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες, αποκομίζοντας όφελος από την αντίστοιχη οικονομική δραστηριότητα, έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εμπλεκόμενες στη διακίνηση επιχειρήσεις, με τις οποίες επέλεξαν να συναλλαγούν, ενεργώντας εκ του νόμου ως απλοί μεσολαβητές, δεν προβαίνουν στην τέλεση λαθρεμπορικών πράξεων. Εντός του πλαισίου αυτού, οι εταιρείες εμπορίας φέρουν κατά νόμον το βάρος απόδειξης της επιμέλειάς τους, με αποτέλεσμα, σε περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, δεν αποδείξουν ότι ανταποκρίθηκαν στις, κατά τα ανωτέρω, υποχρεώσεις τους, η άγνοιά τους να μην μπορεί να θεωρηθεί συγγνωστή και να μην απαλλάσσονται από την εγγυητικού χαρακτήρα ευθύνη τους, ανεξαρτήτως, μάλιστα, εάν υπάρχουν πράξεις ή παραλείψεις της τελωνειακής αρχής που στοιχειοθετούν συμμετοχή των οργάνων της στη διάπραξη της λαθρεμπορίας. Η, κατά τα ανωτέρω, ερμηνεία των περί αστικής συνευθύνης διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας ήταν ευχερώς προβλέψιμη από τις εταιρείες πετρελαιοειδών, ιδίως, ενόψει του, κατά τα ανωτέρω, αντικειμένου και της φύσης των συναλλαγών και των συναφών με αυτά και απολύτως προβλέψιμων κινδύνων λαθρεμπορίας, αλλά και του ειδικού καθεστώτος εμπορίας των πετρελαιοειδών και της επιχειρηματικής εμπειρίας που τεκμαίρεται ότι διαθέτουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά. Η εκ μέρους του νομοθέτη ρύθμιση των ζητημάτων αλληλέγγυας ευθύνης πληροί, κατά τούτο, τις απορρέουσες από την αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτήσεις σαφήνειας και προβλεψιμότητας. Εξάλλου, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση παραβίασης των περί προστασίας της περιουσίας διατάξεων του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Επίσης, ορθώς έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη ότι η αλληλέγγυα ευθύνη της αναιρεσείουσας για την καταβολή των καταλογισθέντων σε βάρος των κυρίως υπαιτίων της ένδικης λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών δεν αποτελεί διοικητική κύρωση, ώστε να ευρίσκει πεδίο εφαρμογής η αρχή περί αναδρομικής εφαρμογής των ευμενέστερων κυρώσεων, αλλά, αντιθέτως, έχει τον χαρακτήρα εγγύησης για την εξασφάλιση της πληρωμής των σχετικώς καταλογιζόμενων στους κυρίως υπαιτίους της λαθρεμπορίας χρηματικών ποσών. Επίσης, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας των περί πολλαπλών τελών διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε, κατά τρόπο ορισμένο, ότι, ενόψει των συνθηκών της ένδικης περίπτωσης και του ύψους των σχετικών επιβαρύνσεων, η κήρυξη της ως αλληλεγγύως υπόχρεης για την καταβολή πολλαπλών τελών, ανερχόμενων στο εξαπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και φόρων, αντέκειτο στην αρχή της αναλογικότητας. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.