Πρόσφατη νομολογία


6 Ιουν 2022

ΣτΕ 444/2022 Τμ.ΣΤ: Συνταγματικότητα σώρευσης αιτήσεων αναστολής & ακύρωσης σε ένα δικόγραφο & προθεσμιών του ά. 138 ν. 4782/2021-Παραπομπή στην Ολομέλεια

Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ανασταλεί η εκτέλεση και να ακυρωθεί: α) η σιωπηρή απόρριψη από την Α.Ε.Π.Π. της από 15.10.2021 προδικαστικής προσφυγής της και β) το από 5.10.2021 αναρτημένο στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΣΗΔΗΣ έγγραφο της Διεύθυνσης Διαγωνισμών και Συμβάσεων της Εθνικής Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας (Ε.Κ.Α.Π.Υ.) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Με τις διατάξεις του άρθρου 138 του ν. 4782/2021 εισάγεται νέο σύστημα ρυθμίσεων για την επίλυση των διαφορών που γεννώνται στο προσυμβατικό στάδιο μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των διαγωνιζομένων, βασική καινοτομία του οποίου είναι η σώρευση του αιτήματος προσωρινής και οριστικής προστασίας στο ίδιο δικόγραφο. Εξάλλου, η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ, όπως ισχύει, προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι παράνομες αποφάσεις των αναθετουσών αρχών να υπόκεινται στην άσκηση «αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών». Η ως άνω δικονομική Οδηγία προσδιορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληρούν οι διαδικασίες προσφυγής που θεσπίζουν οι εθνικές έννομες τάξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των επιταγών της ενωσιακής νομοθεσίας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, χωρίς να περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικώς και πλήρως τις προϋποθέσεις για την άσκηση των προσφυγών της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και, επομένως, καταλείπει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια, ως προς την επιλογή των δικονομικών εγγυήσεων που προβλέπει και των συναφών διατυπώσεων. Προς τούτο, το άρθρο 2 της ως άνω Οδηγίας 89/665 επιτρέπει στα κράτη μέλη, κατ’ ενάσκηση αυτής της διακριτικής τους ευχέρειας να ορίσουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι δύνανται να ζητηθούν ανασταλτικά μέτρα σε δίκη χωριστή από εκείνη στην οποία κρίνονται επί της ουσίας οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Όπως προκύπτει, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της εν λόγω Οδηγίας δεν αποκλείεται η δυνατότητα να προβλέψει ο εθνικός νομοθέτης την εφαρμογή ενός συστήματος, στο οποίο η μόνη διαθέσιμη διαδικασία, όταν επιδιώκεται η ταχεία έκδοση απόφασης, είναι εκείνη που σκοπό έχει να καταστήσει δυνατή την έκδοση προσωρινής διαταγής, κατά την οποία οι δικηγόροι δεν έχουν δικαίωμα να ανταλλάξουν προτάσεις ή επιτρέπονται μόνο γραπτές αποδείξεις, χωρίς εφαρμογή των γενικών περί αποδείξεων κανόνων, η δε σχετική προσωρινή διαταγή δεν συνεπάγεται οριστικό καθορισμό των εννόμων σχέσεων και δεν εντάσσεται σε διαδικασία σχηματισμού δικανικής κρίσης με ισχύ δεδικασμένου. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, βάσει της οποίας, ελλείψει σχετικών ρυθμίσεων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τη διοικητική διαδικασία, καθώς και τα ένδικα βοηθήματα και τους σχετικούς δικονομικούς κανόνες, που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί, αφενός, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρεμφερείς διαδικασίες και ένδικα βοηθήματα, προβλεπόμενα για την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από την εσωτερική έννομη τάξη (αρχή της ισοδυναμίας), και, αφετέρου, δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας). Ειδικότερα, ως προς το εν προκειμένω κρίσιμο ζήτημα της σώρευσης προσωρινής και οριστικής προστασίας, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας, συνάγεται μεν ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αναθέσουν σε χωριστά δικαστήρια την εξουσία λήψης προσωρινών μέτρων και την εξουσία ακύρωσης της προσβαλλόμενων αποφάσεων των αναθετουσών αρχών, με τη διάταξη, όμως, αυτή η Οδηγία επιτρέπει, αλλά δεν επιβάλλει, στα κράτη μέλη να ορίσουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων ζητείται σε χωριστή δίκη από εκείνη στην οποία κρίνεται οριστικώς η νομιμότητα της οικείας διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης. Η ενοποίηση της διαδικασίας με τη σώρευση της αίτησης αναστολής και της αίτησης ακυρώσεως σε ενιαίο δικόγραφο, που δημιουργεί ένα νέο ένδικο βοήθημα, συνιστά καινοτομία σε σχέση με το προϋφιστάμενο καθεστώς, κατά το οποίο, όμως, χρειαζόταν σημαντικό χρονικό διάστημα για την οριστική επίλυση της διαφοράς με την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακυρώσεως, παρά το γεγονός ότι οι δύο αποφάσεις επί των αιτήσεων αναστολής και ακυρώσεως συχνά ταυτίζονταν κατά περιεχόμενο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επισημάνει σημαντικές καθυστερήσεις στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων στη χώρα μας στην 4η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας στα τέλη του 2019. Το στοιχείο αυτό αποτέλεσε βασικό παράγοντα που οδήγησε τον νομοθέτη στην λήψη μέτρων με στόχο την επίσπευση των διαδικασιών ανάθεσης, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των εμπλεκομένων. Εξάλλου, η ως άνω δικονομική Οδηγία 89/665/ΕΟΚ σκοπεί στην ταχεία επίλυση των διαφορών όχι μόνο σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας, αλλά και οριστικής, καθόσον στη σκέψη 2 του προοιμίου της Οδηγίας αυτής αναφέρεται σε ταχέα ένδικα μέσα, όχι μόνο σε ταχέα ασφαλιστικά μέτρα, απαιτεί δηλαδή ταχεία οριστική επίλυση της διαφοράς, ενώ κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ σκοπός της Οδηγίας είναι να εξασφαλίσει ότι οι παράνομες αποφάσεις των αναθετουσών αρχών υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, δεν είναι ασύμβατη με τη δικονομική Οδηγία 89/665 η διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας που παρέχεται με προσωρινή διαταγή και καταλήγει σε μία απόφαση που περιέχει συνοπτική αιτιολογία, αλλ’ ούτε η σώρευση της αίτησης αναστολής στο ίδιο δικόγραφο με την αίτηση ακυρώσεως. Περαιτέρω, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια και την πρόοδο της δίκης, αρκεί οι προϋποθέσεις αυτές να συνάπτονται προς την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, να διασφαλίζουν την δικαστική ανεξαρτησία, να είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την θέσπισή τους σκοπού και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Με τις διατάξεις του άρθρου 138 του ν. 4782/2021, εισάγεται μεν απόκλιση από το προγενέστερο νομικό καθεστώς, η σώρευση, όμως, στο αυτό δικόγραφο αίτησης αναστολής και αίτησης ακυρώσεως δεν συνεπάγεται κατάλυση του δικαιώματος παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία παρέχεται με την ευέλικτη διαδικασία της χορήγησης προσωρινής διαταγής από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακυρώσεως και, περαιτέρω, με την εξέταση της αίτησης αναστολής στο πλαίσιο εξέτασης του κοινού δικογράφου (ενόψει της λήξης της ισχύος της προσωρινής διαταγής με την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως). Η εξέταση δε και χορήγηση της αναστολής αυτής αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε περίπτωση που η διαφορά συνεχίζεται με την έκδοση απόφασης για παραπομπή της υπόθεσης σε επταμελή σύνθεση ή στην Ολομέλεια, ή επί αποστολής αιτήματος από το Διοικητικό Εφετείο για πρότυπη δίκη ή υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Εξάλλου, ο ορισμός σύντομης δικασίμου για την εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως, σε συνδυασμό με την εκ του νόμου αναστολή της σύναψης της σύμβασης μέχρι την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης και την αναστολή της διαγωνιστικής διαδικασίας για ορισμένο χρονικό διάστημα που μπορεί να παραταθεί ή μη με προσωρινή διαταγή, αλλά και η δυνατότητα ανάκλησης ή τροποποίησης τόσο της χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, όσο και της εκ του νόμου προβλεπόμενης αναστολής παρέχουν τα εχέγγυα της ταχείας επίλυσης της διαφοράς καλύπτοντας τις απαιτήσεις και της προσωρινής προστασίας. Επομένως, υπό το φως των ανωτέρω, οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 138 του ν. 4782/2021, με τις οποίες προβλέπεται συγχώνευση αίτησης αναστολής και αίτησης ακυρώσεως σε ενιαίο ένδικο βοήθημα, με δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, δεν είναι, αντίθετες προς την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ, ούτε συνεπάγονται την κατάλυση του προστατευόμενου, από τις διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, ατομικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αλλά αντίθετα συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού της ταχείας επίλυσης των σχετικών διαφορών, χωρίς να θίγουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Για τους λόγους αυτούς, το νέο σύστημα ρυθμίσεων για την επίλυση των διαφορών που γεννώνται στο προσυμβατικό στάδιο μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των διαγωνιζομένων δεν είναι αντίθετο ούτε με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά αντιθέτως συνεισφέρει στην αποτελεσματική δικαστική προστασία. (Μειοψ.). Επί προσβολής σιωπηρής απόρριψης προδικαστικής προσφυγής εκ μέρους της Α.Ε.Π.Π., η Επιτροπή Αναστολών δεν δύναται, επ' ευκαιρία της εκδίκασης της αίτησης κατά της σιωπηρής απόρριψης της προδικαστικής προσφυγής, να προβεί πρωτογενώς στην εξέταση και πιθανολόγηση των αιτιάσεων της προδικαστικής προσφυγής, πλην τούτο θα πρέπει να ισχύει όταν οι αιτιάσεις αυτές αναφέρονται σε τεχνικά ζητήματα και όχι όταν θέτουν αμιγώς νομικό ζήτημα όπως ζήτημα ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων (βλ. ΕΑ ΣτΕ 275/2021, 293/2021), οπότε έχει τη δυνατότητα να εξετάσει η ίδια τους σχετικούς λόγους της αίτησης αναστολής, ώστε να διασφαλίζεται και η κατά το δυνατόν ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της διαδικασίας «προσφυγής» χωρίς να παρακωλύεται πέραν του αναγκαίου η πρόοδος του διαγωνισμού. Τέλος, παρασχέθηκαν διευκρινίσεις λόγω ασάφειας όρου της σύμβασης. Η Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας (Ε.Κ.Α.Π.Υ.), που είναι Ν.Π.Ι.Δ., αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και αναθέτουσα αρχή, κατά το άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 444/2022 Τμ.ΣΤ - Πλήρες κείμενο »