30 Απρ 2025
Με την υπό κρίση προσφυγή ζητήθηκε εμπροθέσμως η εξαφάνιση της …/…η Συν./28.9.2016 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Α’ και Β’ βαθμού της Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, υπάλληλο του Δήμου Ερμιονίδας κλάδου Τ.Ε. Μηχανικών - Πολιτικών Δομικών Έργων με βαθμό Γ’, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως, για το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάξιας ή ανάρμοστης για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας και, ειδικότερα, διότι αυτή, κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 και 2011 υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως κατά παράβαση του Ν. 3074/2002, καθώς και διότι, κατά τις χρήσεις 2000-2010 προσαύξησε την περιουσία της αποκτώντας εισοδήματα ύψους 413.940,62 ευρώ, τα οποία προέρχονταν από άγνωστη πηγή και τα οποία δεν καλύπτονταν από τις αποδοχές ή από άλλα εμφανή έσοδά της. Εφαρμοστέος εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου τελέσεως των πειθαρχικών παραπτωμάτων, είναι ο Κώδικας Καταστάσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του, ο οποίος μεταξύ των πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσεως, προβλέπει αυτό της «χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας», οπότε νομίμως ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη για το πειθαρχικό αυτό παράπτωμα. Εν πάση δε περιπτώσει κρίσιμο στοιχείο για τη νομιμότητα του παραπεμπτηρίου είναι η συγκεκριμένη και πλήρης περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο διώκεται ο υπάλληλος, ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτηρισμού, ο οποίος, τελικώς, ανήκει στο δικάζον την υπαλληλική προσφυγή Συμβούλιο της Επικρατείας, στην δε ένδικη περίπτωση στο παραπεμπτήριο έγγραφο, σε συνδυασμό με τα έγγραφα στα οποία αυτό αναφέρεται, παρατίθενται αναλυτικά τα περιστατικά για τα οποία ασκήθηκε η πειθαρχική δίωξη της προσφεύγουσας. Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των άρθρων 107 και 109 του Υ.Κ. ως επιεικέστερων για τον διωκόμενο διατάξεων, και τούτο διότι στο μεν άρθρο 107 του Υ.Κ. (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του παραπεμπτηρίου) προβλέπεται το παράπτωμα της (απλώς) αναξιοπρεπούς ή ανάξιας συμπεριφοράς - ακριβώς όπως και στο άρθρο 111 του Κώδικα Καταστάσεως Δημοτικών και Κοινοτικών υπαλλήλων - στο δε άρθρο 109 Υ.Κ. προβλέπεται ότι η ποινή της οριστικής παύσεως μπορεί να επιβληθεί για οποιοδήποτε παράπτωμα, όπως το προαναφερθέν, ενώ για τον εν προκειμένω εφαρμοστέο Κώδικα Καταστάσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, η ποινή της οριστικής παύσεως μπορεί να επιβληθεί μόνο αν η συμπεριφορά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια. Το ΣτΕ, κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 § 4 του Συντάγματος, εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο. Το Δικαστήριο, δηλαδή, κρίνει, ύστερα από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, αν στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα, εκτός αν δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος όπως διαπιστώθηκε από αμετάκλητη ποινική απόφαση, και αποφαίνεται για την προσήκουσα πειθαρχική ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το παράπτωμα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, την εν γένει υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του και τις τυχόν συντρέχουσες ελαφρυντικές περιστάσεις. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αόριστη και εσφαλμένη αιτιολογία, ούτε εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και του τεκμηρίου αθωότητας. Η έχουσα εξακολουθητικό χαρακτήρα συμπεριφορά της προσφεύγουσας, δηλαδή η υποβολή ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως, καθώς και η αδικαιολόγητη προσαύξηση της περιουσίας της, συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας και τη παραβάσεως καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και συνεκτιμώντας το είδος και τη βαρύτητα των εν λόγω παραπτωμάτων, τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς τους, τον βαθμό υπαιτιότητας της προσφεύγουσας και την εν γένει υπηρεσιακή της εικόνα, καθώς και τις συνέπειες αυτών στο κύρος της υπηρεσίας έκρινε ότι η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είναι η προσήκουσα.