20 Απρ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση του Ε.2162/6.8.2021 εγγράφου του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) με θέμα «Κοινοποίηση της με αριθ. 70/2021 γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ. για τη φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης που καταβάλλει το Ευρωκοινοβούλιο στους Έλληνες Ευρωβουλευτές», καθ’ ο μέρος ορίζεται ότι η καταβαλλόμενη αποζημίωση στους Ευρωβουλευτές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες αλλοδαπής προελεύσεως και υπόκειται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Ο Ευρωβουλευτής, ο οποίος εκπροσωπεί τους πολίτες του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγη, περιβάλλεται από σειρά εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ως τέτοια εγγύηση πρέπει να νοηθεί και η καταβολή στον Ευρωβουλευτή εύλογης αποζημίωσης, η οποία, παράλληλα, συνιστά και δικαίωμά του, διασφαλίζει δε πρωτίστως ότι ασκεί την εντολή του με ανεξαρτησία και ελευθερία, χωρίς να δεσμεύεται από οδηγίες ή από επιτακτικές εντολές. Τούτο, ενόψει του ότι το ύψος της αποζημίωσης ανέρχεται σε ικανοποιητικό ποσό μηνιαίων απολαβών παρέχει τη δυνατότητα στον Ευρωβουλευτή να μην είναι εκτεθειμένος σε έξωθεν παρεμβάσεις προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών οικονομικών συμφερόντων και εντεύθεν προτάσεις οικονομικών συναλλαγών με αυτόν. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αποζημίωση καλύπτει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται για τον Ευρωβουλευτή η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του, δεδομένου ότι ο Ευρωβουλευτής δεν υποχρεούται να διατηρεί κατοικία στους τόπους εργασιών του Ευρωκοινοβουλίου και ως εκ τούτου δεν απομακρύνεται, κατά τη διάρκεια της θητείας του, σε μόνιμη-διαρκή βάση από το τον τόπο που ασκεί το επαγγελματικό-βιοποριστικό του έργο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο Ευρωβουλευτής δεν συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Ευρωκοινοβούλιο με σχέση εξαρτημένης εργασίας παρέχοντας υπηρεσίες στο πλαίσιο απασχόλησης μισθωτής δημόσιας ή ιδιωτικής εργασίας, αλλά αποτελεί μέλος θεσμικού οργάνου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις εργασίες του οποίου μετέχει ψηφίζοντας ελεύθερα και ανεξάρτητα προς το συμφέρον των εντολέων του-πολιτών των λαών της Ένωσης, η καταβαλλόμενη αποζημίωση για την άσκηση της εντολής του δεν έχει το χαρακτήρα μισθού. Η αποζημίωση του Ευρωβουλευτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε εισόδημα από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος δεδομένου ότι από την άσκηση του βουλευτικού έργου απουσιάζει εντελώς ο σκοπός της απόκτησης κέρδους, όπως συμβαίνει με το βιοποριστικό έργο-επάγγελμα. Η αποζημίωση του Ευρωβουλευτή, η οποία πλέον από το 2009 καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 της απόφασης 2005/684/ΕΚ, στον προβλεπόμενο στον Κανονισμό 260/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 φόρο υπέρ της Ένωσης, ο οποίος επιβάλλεται σε μισθούς, ημερομίσθια, αλλά και σε κάθε είδους απολαβές υπαλλήλων, αλλά και μελών θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 11, 12, 12α, 12β, 12γ αυτού. Παράλληλα, όμως, με την παρ. 3 του άρθρου 12 της ως άνω απόφασης 2005/684/ΕΚ παρέχεται στα κράτη μέλη η ευχέρεια να υποβάλλουν σε φορολόγηση, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, την αποζημίωση που λαμβάνουν οι Ευρωβουλευτές που εκλέγονται σε αυτά, υπό την προϋπόθεση της αποφυγής διπλής φορολόγησης. Σε σχέση με τη φύση του αξιώματος του Ευρωβουλευτή και της καταβαλλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης, προκειμένου, κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12 παρ. 3 της απόφασης 2005/684/ΕΚ ευχέρειας, η αποζημίωση (και η μεταβατική) που λαμβάνουν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές από την Ευρωπαϊκή Ένωση να υπαχθεί σε φορολογία εισοδήματος με βάση την εθνική νομοθεσία, ο Έλληνας νομοθέτης πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου, αλλά και της σαφήνειας και προβλέψιμης εφαρμογής των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων, όπως ιδίως εκείνων με τις οποίες επιβάλλονται φόροι, τέλη, εισφορές κ.λπ., τηρώντας, παράλληλα, την επιταγή του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος - σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να επιβληθεί φόρος ή οποιοδήποτε οικονομικό βάρος με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε - να θεσπίσει νέα, σαφή, ειδική διάταξη τυπικού νόμου εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Mε τη νέα αυτή διάταξη ο τυπικός νομοθέτης πρέπει να υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση (και τη μεταβατική) είτε ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, το περιεχόμενο της οποίας παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 78 (παρ. 1 και 2) του Συντάγματος, δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά έχει αναρτηθεί μόνο στο διαδίκτυο [στον ιστότοπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» με αριθμό διαδικτυακής ανάρτησης (ΑΔΑ) 60Σ146ΜΠ3Ζ-Σ4Υ], επιπλέον δε, έχει ήδη τύχει εφαρμογής, είναι μη νόμιμη, ανυπόστατη και ακυρωτέα για λόγους ασφάλειας δικαίου.