14 Ιουν 2022
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 18136/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 8.10.2007 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του .../13.9.2007 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης (Π.Ε.Ε.Α.) του Δασάρχη Λαυρίου. Με το πρωτόκολλο αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της εταιρείας η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 ειδική αποζημίωση, ποσού 704.613,55 ευρώ, λόγω διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής εντός δημόσιας δασικής εκτάσεως, στη θέση “Σύρι-Βελατούρι” της περιφέρειας Κερατέας Αττικής για το χρονικό διάστημα από 27.8.2006 έως 26.8.2007. Όπως έχει κριθεί, τόσο με την επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα 705/2016 απόφαση του Δικαστηρίου όσο και με την μεταγενέστερη 1167/2020 απόφαση αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού και εκείνες του άρθρου 71 του ν. 998/1979, η υποχρέωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης για τη διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων συντρέχει εις ολόκληρον για καθέναν από τους υπόχρεους κύριο, νομέα ή κάτοχο των κατασκευών αυτών, ως κατόχου νοουμένου οποιουδήποτε προβαίνει σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει επίσης τον εργολάβο που ανήγειρε τις κατασκευές αυτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο ανάγεται η υποχρέωση καταβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης, αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος, νομέας ή κάτοχος των ως άνω αυθαιρέτων κατασκευών. Ειδικότερα, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση σε βάρος του εργολάβου πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης, η οποία ανάγεται σε χρόνο που ο εργολάβος έχει παραδώσει το έργο στον κύριο ή νομέα του και έχει, με τον τρόπο αυτό, αποξενωθεί από τη φυσική εξουσία επί των κατασκευών που το απαρτίζουν, αποβάλλοντας, έτσι, την ιδιότητα του κατόχου, η οποία θα τού επέτρεπε να παραδώσει οικειοθελώς προς κατεδάφιση τις κατασκευές ή να τις κατεδαφίσει ο ίδιος, οπότε και θα απαλλασσόταν, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημίωσης. Όταν, συνεπώς, εκδίδεται πρωτόκολλο επιβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης σε βάρος εργολάβου, η μη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής (δηλαδή να διατηρεί ο εργολάβος μία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το χρόνο στον οποίο ανάγεται η επιβαλλόμενη ειδική αποζημίωση), συνιστώσα αυτοτελή πλημμέλεια του εν λόγω πρωτοκόλλου, νομίμως ελέγχεται κατά την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά του πρωτοκόλλου αυτού, χωρίς το δικαστήριο να δεσμεύεται κατά τούτο από τα κριθέντα επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προηγηθείσης πράξεως κατεδαφίσεως, διότι η κρίση αυτή αφορά χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο. Ωστόσο, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν εξετάσθηκε εάν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορά το επιβληθέν πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου, η εταιρεία εξακολουθούσε να είναι κυρία ή νομέας ή κάτοχος των εν λόγω κατασκευών. Βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), με την οποίαν αντικαταστάθηκε η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την προσβολή των εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημιώσεως για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, υπάγονται ήδη στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του π.δ. 18/1989, η αναίρεση αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου επαναφέρει τους διαδίκους στην θέση στην οποίαν ευρίσκοντο προ της εκδόσεως της αναιρεθείσης αποφάσεως, η δε ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση της υποθέσεως δεν είναι νέα, η παρούσα υπόθεση, θα έπρεπε, καταρχήν, ήτοι εφόσον έχρηζε διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί προς νέα νόμιμη κρίση στο δικαστήριο το οποίο είχε αρμοδίως εκδικάσει την προσφυγή, κατ’ εφαρμογή του τότε ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Εν προκειμένω, μετά την έκδοση της αποφάσεως ΣτΕ 1167/2020, αποτελεί γεγονός γνωστό στο Δικαστήριο ότι έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (απόφαση 2738/2013), σύμφωνα με την οποία η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία είχε παραδώσει το έργο κατασκευασμένο στον κύριό του Δήμο Λαυρεωτικής ήδη από το έτος 1997, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει στο πρόσωπό της καμία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (27.8.2006 έως 26.8.2007). Συνεπώς, εφόσον η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκαν τα σχετικά παράβολα, την κάνει δεκτή και ακυρώνει το .../13.9.2007 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης του Δασάρχη Λαυρίου.