Πρόσφατη νομολογία


22 Ιουλ 2025

ΣτΕ 336/2025 Τμ.Α: Αιτιώδης σύνδεσμος επί αλληλοδιάδοχων παρανομιών με συνεκτική ενότητα για στοιχειοθέτηση αστικής ευθύνης Δημοσίου & όρια μετ’ αναίρεση ελέγχου

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1925/2023 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά την 2896/2020 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνεκδικάστηκαν αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και των αναιρεσιβλήτων κατά της 6114/2012 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η έφεση των αναιρεσιβλήτων, εν μέρει δεκτή η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, ακολούθως δε, έγινε εν μέρει δεκτή η από 30.6.2008 αγωγή που είχαν ασκήσει από κοινού οι αναιρεσίβλητες και ο … -ο οποίος απεβίωσε ενόσω εκκρεμούσε η δίκη ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου και την πρωτοβάθμια δίκη συνέχισαν οι ήδη αναιρεσίβλητες φερόμενες ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του- και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη. Εν προκειμένω, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί αντίθεσης προς τις 4411/2015 και 2896/2020 αναιρετικές αποφάσεις και προς την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 57 § 2 Π.Δ. 18/1989 σε σχέση με την υποχρέωση συμμόρφωσης του δικαστηρίου της παραπομπής προς τα κριθέντα με την αναιρετική απόφαση. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που αναφέρεται σε συγκεκριμένες πλημμέλειες οι οποίες μνημονεύονται στην 4411/2015 (πρώτη) αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου, στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης μετά την 2896/2020 (δεύτερη) αναιρετική απόφαση, όφειλε να εκφέρει κρίση ως προς τη συνδρομή ή μη αιτιώδους συνδέσμου τόσο σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο όσο και στη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας μόνον τις δύο αυτές πλημμέλειες, ενώ, το διοικητικό εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής και σύμφωνα με τις δεσμευτικές γι’ αυτό κρίσεις της 2896/2020 δεύτερης αναιρετικής απόφασης του Δικαστηρίου, όφειλε να εξετάσει αν οι εκτεθείσες στην 4411/2015 πρώτη αναιρετική απόφαση πλείονες παρανομίες, ήτοι οι εννέα πλημμέλειες εκ μέρους των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, σωρευτικά εκτιμώμενες ως ενιαίο σύνολο, ήταν ικανές (πρόσφορες) να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα και αν το επέφεραν ή όχι στην ένδικη περίπτωση. Εξάλλου, κρίθηκε ότι κατά το μέρος που με τον ως άνω πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική (περί πραγμάτων) κρίση του διοικητικού εφετείου, ο λόγος αυτός προβλήθηκε απαραδέκτως. Η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι οι ανωτέρω εννέα πλημμέλειες -οι οποίες, σύμφωνα με τα δεσμευτικώς γι’ αυτό, όπως δέχθηκε, κριθέντα με την 4411/2015 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνιστούν παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου- εξεταζόμενες ως ενιαίο σύνολο, ήταν ικανές και πρόσφορες κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προκαλέσουν την αδυναμία του πληρώματος να αντιδράσει αποτελεσματικά σε μια αιφνίδια βλάβη και, ακολούθως, την πτώση του επίμαχου ελικοπτέρου και το ζημιογόνο αποτέλεσμα σε βάρος των αρχικών εναγόντων (άρα και των ήδη αναιρεσιβλήτων) είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως κατ' αναίρεση έγιναν δεκτά από το επιληφθέν μετά την 2896/2020 δεύτερη αναιρετική απόφαση δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, σε περίπτωση ατυχήματος που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια πτήσης με στρατιωτικό ελικόπτερο με επιβαίνοντες στρατιωτικούς και πολίτες και ειδική αποστολή τη μεταφορά ανώτατου θρησκευτικού λειτουργού και της συνοδείας του, οι ανωτέρω εννέα πλημμέλειες, σωρευτικά εκτιμώμενες ως αποτελούσες ενιαίο σύνολο, είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενες, επαρκώς ικανές (πρόσφορες) και μπορούν αντικειμενικά και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρουν την πτώση στρατιωτικού ελικοπτέρου και, συνακόλουθα, τον θάνατο των επιβαινόντων σε αυτό και τη μη περιουσιακή ζημία (ψυχική οδύνη) των συγγενών τους-δικαιούχων χρηματικής ικανοποίησης. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κρίσης του διοικητικού εφετείου ως προς τη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου γενικά και αφηρημένα, κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 22.2.2010 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το περιεχόμενο των οποίων ως διαδικαστικών εγγράφων λαμβάνεται υπόψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση, καθώς και από τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, το αίτημα του εναγόμενου-αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου για την επίδειξη εγγράφων, κατ’ άρθρο 174 του ΚΔιοικΔ, υποβλήθηκε με την από 22.2.2010 αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών την ίδια ημέρα (Δευτέρα 22.2.2010), δηλαδή την ημέρα συζήτησης της αγωγής των αρχικών εναγόντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι μέχρι την παραμονή της συζήτησης της υπόθεσης (ήτοι στις 19.2.2010, αφού οι 20η και 21η Φεβρουαρίου του έτους 2010 ήταν Σάββατο και Κυριακή, αντιστοίχως, και, ως εκ τούτου, κατά νόμον εξαιρετέες ημέρες). Επομένως, το δικάσαν διοικητικό εφετείο ορθώς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου για την επίδειξη εγγράφων, κατ’ άρθρο 174 του ΚΔιοικΔ.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 336/2025 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »