Πρόσφατη νομολογία


9 Φεβ 2024

ΣτΕ 33/2024 Τμ.Β: Αναίρεση κατά εφετειακών αποφάσεων σχετικών με τελωνειακές παραβάσεις λαθρεμπορίας από πωλήσεις αφορολόγητων ειδών

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση των αποφάσεων 1650/2019 (οριστικής) και 2427/2015 (προδικαστικής) του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την ως άνω οριστική απόφαση ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, η .../10.1.2012 πράξη του Προϊσταμένου του Ε΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που τον αφορούσε. Με την πράξη αυτή ο αναιρεσίβλητος, διευθυντής καταστήματος της εταιρείας «... Α.Ε.», είχε χαρακτηριστεί, από κοινού με τρία άλλα διευθυντικά στελέχη της ίδιας εταιρείας, ως υπαίτιος τέλεσης, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2005, τελωνειακών παραβάσεων λαθρεμπορίας, οι οποίες αφορούσαν πωλήσεις αφορολογήτων ειδών σε μη δικαιούμενα πρόσωπα από το κατάστημα της εταιρείας στον αερολιμένα «...». Με την ίδια πράξη είχαν επιβληθεί σε βάρος των εν λόγω φυσικών προσώπων, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνομένων, αφενός πολλαπλό τέλος ποσού 211.096,35 ευρώ (επιμερισθέν μεταξύ τους αναλόγως της ευθύνης εκάστου), αφετέρου οι διαφυγούσες φορολογικές επιβαρύνσεις, ποσού 70.365,45 ευρώ, για την καταβολή δε των ποσών αυτών η ως άνω εταιρεία είχε κηρυχθεί ως αστικώς συνυπεύθυνη. Οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις της Τ3451/41/Β0019/30.6.1999 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών επέτρεπαν την πώληση αφορολογήτων ειδών μόνο στους επιβάτες πτήσεων με προορισμό τρίτη χώρα, εφόσον ο προορισμός αυτός ήταν και ο πραγματικός, αν δηλαδή οι ταξιδιώτες είτε διακινούνταν με απ’ ευθείας πτήση προς τρίτη χώρα είτε, διερχόμενοι από αερολιμένα κράτους μέλους, μετέβαιναν προς αυτή με την ίδια ή με διαφορετική πτήση κατόπιν ολιγόχρονης παραμονής στον αερολιμένα του κράτους μέλους. Η δε κατά το άρθρο 14 της ως άνω υπουργικής απόφασης απαγόρευση πώλησης αδασμοφορολόγητων ειδών σε επιβάτες με προορισμό άλλο σημείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφορούσε και τους επιβάτες πτήσεων με προορισμό αερολιμένα κράτους μέλους για ολιγόχρονη παραμονή σ’ αυτόν προκειμένου να επιβιβασθούν σε άλλη πτήση προς τρίτη χώρα. Αυτό, άλλωστε, ρητώς ορίσθηκε στην μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 13 του ν. 3842/2010. Συνεπώς, νομίμως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η εταιρεία ... Α.Ε. είχε, κατά τον ένδικο χρόνο, δικαίωμα πώλησης αδασμοφορολόγητων αγαθών στους επιβάτες πτήσεων με ενδιάμεσο προορισμό εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελικό προορισμό τρίτη χώρα και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Επίσης, εφόσον εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η τελωνειακή αρχή απέδειξε το ανύπαρκτο των πτήσεων στις περιπτώσεις που αφορούσαν οι αποδοθείσες παραβάσεις, ο αναιρεσίβλητος έφερε το βάρος απόδειξης του προβληθέντος με την προσφυγή ισχυρισμού του ότι οι επίμαχες πωλήσεις έγιναν σε επιβάτες πτήσεων transit δικαιούμενους της σχετικής απαλλαγής, το δε δικάσαν εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 145 του Κ.Δ.Δ. και του άρθρου 8 της ως άνω απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, έκρινε ότι η τελωνειακή αρχή δεν απέδειξε τον αριθμό των ταμειακών αποδείξεων πωλήσεων που αφορούσαν επιβάτες που ταξίδεψαν σε τρίτη χώρα διαμέσου αεροδρομίου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον εκ μέρους του δικαστηρίου προσδιορισμό της αξίας των νόμιμων αποδείξεων σε σχέση με τις παρανόμως εκδοθείσες. Για τον λόγο αυτόν, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτώς, καθώς, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το προκείμενο ζήτημα κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης, κρίθηκε ότι έπρεπε αυτή να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορούσε τις σχετικές με την έκδοση αποδείξεων πώλησης με ανύπαρκτες πτήσεις παραβάσεις και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το αντίστοιχο μέρος. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η πληττόμενη κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι αποτέλεσμα ερμηνείας ορισμένου κανόνα δικαίου, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε το αναιρεσείον, αλλά συνέπεια της αξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και των ισχυρισμών των διαδίκων. Συνεπώς, με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως δεν τέθηκε νομικό ζήτημα, αλλά με αυτόν επλήγη η ορθότητα της υπαγωγής των βεβαιούμενων από το διοικητικό εφετείο πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα, δηλαδή η πληρότητα και η επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου των νομίμων προϋποθέσεων για τον καταλογισμό του ως υπαιτίου της διαπιστωθείσας εν προκειμένω λαθρεμπορικής παράβασης, επί της οποίας (υπαγωγής-αιτιολογίας) δεν μπορεί να προβληθεί ισχυρισμός περί έλλειψης νομολογίας ή αντίθεσης σ’ αυτήν. Τέλος, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να συναχθεί από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συγκεκριμένη και σαφής κρίση του δικάσαντος εφετείου επί του ζητήματος περί αντικειμενικής ευθύνης των διευθυντικών στελεχών εταιρείας που έχει την ιδιότητα εγκεκριμένου αποθηκευτή, δεδομένου άλλωστε ότι ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση αίτηση νομικός ισχυρισμός δεν είχε τεθεί από το αναιρεσείον Δημόσιο με τα υποβληθέντα ενώπιον του διοικητικού εφετείου δικόγραφα. Με τα δεδομένα αυτά, το ΣτΕ δέχτηκε την αίτηση εν μέρει.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 33/2024 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »