18 Δεκ 2017
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Τμ.Α΄, 7μ.) με την υπ’ αριθμ. 3281/2017 απόφασή του έκρινε ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στο δημόσιο τομέα μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2022, εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δεν είναι αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Συγκεκριμένα, η ΑΔΕΔΥ είχε προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας να ακυρωθούν, ως αντισυνταγματικές, παράνομες, αλλά και αντίθετες στην ΕΣΔΑ, οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ενώ παράλληλα στρεφόταν και κατά του κύρους του νόμου 4336/2105 με τον οποίο καθιερώνεται σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τους ισχυρισμούς της ΑΔΕΔΥ ως αβάσιμους καθώς έκρινε ότι “η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης είναι δυνατή όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν, υπό την έννοια ότι μπορεί να καταλαμβάνει και ήδη θεμελιωμένα δικαιώματα, εφόσον βέβαια τηρείται η αρχή της αναλογικότητας”.
Παράλληλα επισημαίνει ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με τον ν. 4336/2015 και τις δύο Υπουργικές Αποφάσεις, αποβλέπουν κυρίως στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος και στην εξοικονόμηση οικονομικών πόρων και δυνεπώς “εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται η ΑΔΕΔΥ”.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης “συνιστά μια επί το δυσμενέστερο μεταβολή των προϋποθέσεων χορηγήσεως των ασφαλιστικών παροχών, η οποία δεν απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, εφόσον προκύπτει αιτιολογημένα ότι με την επέμβαση αυτή μπορεί να διασφαλιστεί η διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αλλά πρέπει όμως να είναι και σύμφωνη με τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος”.
Τέλος, σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας δεν προσκρούει στη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς η τελευταία δεν κατοχυρώνει δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται η κατ’ αρχήν διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής ανάλογης με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες.