Πρόσφατη νομολογία


6 Φεβ 2023

ΣτΕ 2775/2022 Τμ.Γ: Ανάκληση διορισμού υπαλλήλου λόγω κατάθεσης πλαστών δικαιολογητικών πρόσληψης

Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 442/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της 174/12413/12.5.2015 απόφασης του Δημάρχου Νέας Ιωνίας (…/24.6.2015). Με την τελευταία απόφαση είχε ανακληθεί η πράξη διορισμού της εκκαλούσας στον Δήμο Νέας Ιωνίας σε θέση του κλάδου ΥΕ 16 Εργατών Κήπου (απόφαση 15/2152/22.1.2008 του ανωτέρω Δημάρχου, …/13.3.2008). H ανάκληση διορισμού αποτελεί διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εφόσον η ανακλητική πράξη εκδίδεται μετά την πάροδο διετίας από τη δημοσίευση της πράξης του διορισμού βάσει υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του στη θέση που διορίσθηκε, απαιτείται, πριν από την έκδοση της πράξης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του υπαλλήλου σε ακρόαση. Η ανακλητική πράξη πρέπει κατ’ αρχήν να αιτιολογείται επαρκώς ως προς το ότι ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την παρανομία της πράξης διορισμού του. Κατά της ανακλητικής πράξης προβλέπεται η άσκηση του κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικού ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία θίγει δικαιώματα «αστικής φύσεως» του αιτούντος, είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 702/1977, το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έχει την παρεχόμενη σ’ αυτό από το Σύνταγμα και τον νόμο εξουσία να εξετάζει αφενός το σύνολο των προβαλλομένων αιτιάσεων, αφετέρου το σύνολο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, περαιτέρω δε τη δυνατότητα να ελέγξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και, τέλος, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη αυτή για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων την πλάνη περί τα πράγματα ή τη μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν έχει εξουσία να προβεί σε μεταρρύθμιση της πράξης. Εξ άλλου, το διοικητικό αυτό μέτρο αποτελεί σοβαρό, πλην αναγκαίο, περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και της “ιδιωτικής ζωής” του, κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι ο περιορισμός αυτός συνάπτεται άμεσα με τις νόμιμες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαλλήλου, από επαγγελματική και ηθική σκοπιά, για τον διορισμό του σε δημόσια θέση και με την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας· τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη και του συνόλου των λοιπών οικονομικής φύσης εννόμων συνεπειών που επέρχονται από την αναδρομική ισχύ της ανακλητικής πράξης. Ειδικότερα, ναι μεν με την ανάκληση διορισμού αίρονται κατ’ αρχήν αναδρομικά όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την υπαλληλική σχέση, πλην, όπως έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας η αναζήτηση από τον υπάλληλο, ως αχρεωστήτως λαβόντα, του συνόλου των ποσών που έλαβε ως αποδοχές για τις υπηρεσίες που πραγματικά παρείχε κατά τη διάρκεια του υπαλληλικού βίου του, αλλά το αν υπέχει κατ’ αρχήν υποχρέωση επιστροφής ορισμένου ποσού καθώς και το ύψος του ποσού αυτού αποτελούν προϊόν ad hoc στάθμισης σύμφωνα με τις απαιτήσεις των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, καθώς και αυτών που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Επίσης, με την 1820/2021 απόφαση της Ολομελείας του ιδίου Δικαστηρίου έχει κριθεί ότι η - λόγω της ανάκλησης του διορισμού - πλήρης στέρηση σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο, έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, θα υπερακόντιζε, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, τον κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετεί η ανάκληση διορισμού, ως μέτρο αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας. Περαιτέρω, με την απόφαση αυτή τέθηκαν in abstracto κριτήρια για τον προσδιορισμό του ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι το ποσό αυτό: α) δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική του σχέση, β) πρέπει, πάντως, να τελεί σε κάποια αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας και γ) δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το κατώτερο όριο σύνταξης κατ’ άρθρο 55 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ενόψει των ανωτέρω, η λήψη του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου που προκάλεσε δολίως την παρανομία του διορισμού του δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 και 8 της ΕΣΔΑ. Ενόψει των ανωτέρω, η Διοίκηση όφειλε, κατ’ αρχήν, να ανακαλέσει, κατά δέσμια αρμοδιότητα, τον διορισμό της εκκαλούσας, αφού αποδείχθηκε ότι αυτή τον προκάλεσε με δόλο, με την υποβολή πλαστού τίτλου σπουδών. Εξ άλλου, η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες θα ήταν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, δυνατή η μη ανάκληση του διορισμού ή η ανάκλησή του για το μέλλον έπρεπε να προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, με επίκληση και υποβολή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, όταν η εκκαλούσα κλήθηκε με το 200/12.2.2015 έγγραφο του Δημάρχου Νέας Ιωνίας να εκθέσει τις απόψεις της και να προσκομίσει στοιχεία. Όμως, με το υπόμνημά της προς τον Δήμο, η εκκαλούσα προέβαλε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς ότι η απομάκρυνσή της από τον Δήμο θα της προκαλέσει σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, χωρίς να γίνεται επίκληση και υποβολή, κατά τρόπο ορισμένο, σχετικών αποδεικτικών στοιχείων ούτε επίκληση στοιχείων, τα οποία να προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον υπηρεσιακό της φάκελο, ενώ απαραδέκτως υπέβαλε τα στοιχεία αυτά, το πρώτον, ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου. Συνεπώς, νομίμως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, απορρίφθηκε ο λόγος αυτός ακυρώσεως με την εκκαλούμενη απόφαση. (Μειοψ.). Επίσης με την έφεση προβλήθηκε ότι η εκκαλούμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τις 4646/2013, 486/2011, 2042 και 2035/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες έχει κριθεί, καθ’ ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 19 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυε, ότι εάν κατά τον έλεγχο των οικείων δικαιολογητικών από τον οικείο φορέα που θα εκδώσει την πράξη διορισμού ή πρόσληψης, αποδειχθεί ότι υποψήφιος που εγγράφηκε στον πίνακα διοριστέων κατόπιν λήψης υπόψη ιδιότητας ή προσόντος που δήλωσε ότι διαθέτει στην αίτηση συμμετοχής του στην οικεία διαδικασία, δεν διαθέτει την ιδιότητα ή το προσόν αυτό, διαγράφεται από τον εν λόγω πίνακα, εφόσον βέβαια, δεν θα εξακολουθούσε να παραμένει σε θέση που επιτρέπει την εγγραφή του στον πίνακα διοριστέων και χωρίς την ύπαρξη της πιο πάνω ιδιότητας ή προσόντος. Εν προκειμένω, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι θα εξακολουθούσε να είναι διοριστέα στη θέση αυτή, διότι πληρούσε το τυπικό προσόν διορισμού σύμφωνα με την προκήρυξη, ως απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου μέχρι και το 1980, όπως απέδειξε με την προσκόμιση ενώπιον της Διοίκησης του από 16.2.2015 πιστοποιητικού σπουδών του 2ου Δημοτικού Σχολείου Νέας Ιωνίας. Ο λόγος αυτός κρίθηκε απορριπτέος, διότι οι αποφάσεις αυτές επέλυσαν νομικό ζήτημα αναγόμενο στην ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου 18 παρ. 19 του ν. 2190/1994, το οποίο δεν ταυτίζεται με το εν προκειμένω τιθέμενο δυνάμει διαφορετικής διάταξης (άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) νομικό ζήτημα της ανάκλησης πράξης διορισμού, ο οποίος προκλήθηκε με δόλια ενέργεια εκ μέρους του υπαλλήλου. Τούτο δε, διότι η βασική διαφορά μεταξύ των δύο διατάξεων έγκειται στο ότι η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 19 του ν. 2190/1994 αφορά τον εν γένει διενεργούμενο προ του διορισμού έλεγχο ύπαρξης των τυπικών προσόντων που δήλωσε ότι κατέχει ο υποψήφιος που πρόκειται να διορισθεί, κατά τον οποίο δεν συνεκτιμάται, όπως άλλωστε αναφέρεται και στις παραπάνω αποφάσεις του Δικαστηρίου, αν η προσκόμιση ορισμένου πλαστού δικαιολογητικού έγινε από δόλο ή έστω υπαιτιότητα εκ μέρους του υποψηφίου· αντιθέτως, η ύπαρξη δόλου κατά την προσκόμιση πλαστού δικαιολογητικού, βάσει του οποίου προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε η παρανομία του διορισμού, αποτελεί στοιχείο του κανόνα δικαίου της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, το οποίο, όχι μόνον επιτρέπει την ανάκληση διορισμού άνευ χρονικού περιορισμού, αλλά και την επιβάλλει κατ’ αρχήν, προς αποκατάσταση των ήδη διαταραχθεισών από τον υπάλληλο αρχών της νομιμότητας, αξιοκρατίας και ισότητας των πολιτών κατά την πρόσβασή τους σε δημόσια θέση. Ενόψει των ανωτέρω, και η μεταγενέστερη προσκόμιση από την εκκαλούσα απολυτηρίου τίτλου υποχρεωτικής εκπαίδευσης, από τον οποίο προκύπτει ότι ως απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου μέχρι και το έτος 1980 θα είχε το τυπικό προσόν που απαιτούσε η προκήρυξη για την θέση του κλάδου ΥΕ16 Εργατών Κήπου, δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της ανάκλησης του διορισμού της.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 2775/2022 Τμ.Γ - Πλήρες κείμενο »