31 Ιαν 2020
Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Διοικ. Εφετείο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον ισχυρισμό του ήδη αναιρεσίβλητου ότι τα επίμαχα πρόστιμα έπρεπε να μειωθούν, σύμφωνα με την αρχή (κατά το ενωσιακό και το ημεδαπό δίκαιο) της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης ποινής, σε … ευρώ ανά χρήση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτ. η της παραγράφου 1 και της περ. ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), όπως ισχύουν. Η εν λόγω κρίση του δικάσαντος Εφετείου, που δεν πλήττεται από το αναιρεσείον Δημόσιο (και δεν έχει αμφισβητηθεί από τον αναιρεσίβλητο μέσω αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν αποτελεί αντικείμενο του ασκούμενου από το Δικαστήριο αναιρετικού ελέγχου στην παρούσα υπόθεση, δοθέντος ότι ίσταται αυτοτελώς σε σχέση με (και είναι αποσπαστή από) την περαιτέρω κρίση του Διοικ. Εφετείου (κατά της οποίας βάλλουν ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναίρεσης) ότι, βάσει της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης, έπρεπε να εφαρμοστούν, εν προκειμένω, οι ευμενέστερες κυρώσεις που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015, καθώς και ότι ήταν ανίσχυρες, ως αντικείμενες στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015, που ρυθμίζει το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου για παραβάσεις έκδοσης ανακριβών στοιχείων του Κ.Β.Σ., είναι συγκρίσιμη με τη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 περίπτ. αβ και παρ. 10 περίπτ. α του ν. 2523/1997, λαμβανομένου υπόψη ότι (i) σε αμφότερες τις ρυθμίσεις το ύψος προστίμου ορίζεται ως ποσοστό της αποκρυβείσας αξίας της συναλλαγής, εφόσον η αξία αυτή υπερβαίνει το ελάχιστο προβλεπόμενο όριο και (ii) στις λοιπές περιπτώσεις, προβλέπει ποσό προστίμου ίσο με το ένα τρίτο του οριζόμενου στο άρθρο 5 του ν. 2523/1997. Εξάλλου, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015 άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από τις ως άνω διατάξεις του ν. 2523/1997. Ενόψει τούτου, ανακύπτει, ενόψει της κατοχυρωμένης στην ΕΣΔΑ αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής”, ζήτημα εφαρμογής ratione temporis της εν λόγω διάταξης του ν. 4337/2015, στα επίδικα πρόστιμα ύψους … ευρώ, … ευρώ, … ευρώ και … ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν στον αναιρεσίβλητο και ενσωματώθηκαν στην προσβληθείσα με την προσφυγή του αναιρεσίβλητου απόφαση της Δ.Ε.Δ.. Με τις μεταβατικές διατάξεις των εδαφίων δ και ε της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 τέθηκαν προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή της προεκτεθείσας ρύθμισης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ν. 4337/2015 επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον της Δ.Ε.Δ. και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Οι εν λόγω προϋποθέσεις θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου, δεδομένου ότι του επιβάλλουν να προβεί σε ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής του συνόλου των παραβάσεων εκάστης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής Αρχής (με περαιτέρω συνέπεια την υποχρέωση άμεσης πληρωμής του ποσού του τυχόν μη καταβληθέντος ποσού προστίμου, υπολογιζόμενου με βάση τη νέα, ευμενέστερη γι’ αυτόν, διάταξη). Ωστόσο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4337/2015 δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας, την τοιαύτη απόκλιση από την κατοχυρωμένη στην ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής”. Παράλληλα, οι διατάξεις των εδαφίων δ΄ και ε΄ της παραγράφου 4 προσβάλλουν αθέμιτα και το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που εφαρμόζεται, κατά το “ποινικό” του σκέλος, σε σχέση με τα επίμαχα πρόστιμα), δεδομένου ότι παρακινούν τον φορολογούμενο (προκειμένου να επωφεληθεί της νεότερης, ευμενέστερης γι’ αυτόν, διάταξης) να αποδεχθεί το σύνολο των παραβάσεων που του απέδωσε η φορολογική Διοίκηση, ενέργεια που θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να τις αμφισβητήσει παραδεκτώς με ένδικη προσφυγή. Εξάλλου, οι ανωτέρω αθέμιτες προϋποθέσεις συνιστούν ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα της όλης μεταβατικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2013. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίμαχη μεταβατική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 παρ. 1 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επομένως, σε υπόθεση όπως η παρούσα, εφαρμόζεται ratione temporis η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 4337/2015, με βάση την απορρέουσα από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής “ποινής”.