19 Δεκ 2018
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Τμ.Στ΄, 7μελής σύνθεση) έκρινε ότι οι περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΜΠΙΔ, που προβλέπονταν με τον ν. 4093/2012, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν: «Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα, δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και συνεχίζουν προσθέτοντας ότι «επιδόματα, εορτών και αδείας συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον μισθό του καθενός».
Τέλος, καταλήγουν ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Η υπόθεση λόγω μείζονος σπουδαιότητας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.