12 Μαΐ 2022
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 385/29.3.2018 απόφασης της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης, με την οποία αφαιρέθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από τον αιτούντα. Η απονομή και κατοχή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα ερείδονται στην εκδήλωση αμοιβαίας τιμής μεταξύ του απονέμοντος Πανεπιστημίου και του αναγορευομένου, τόσο κατά την απονομή του τίτλου, όσο και εν συνεχεία. Τούτου έπεται ότι οι «σοβαροί λόγοι» που κατά το άρθρο 41 παρ. 2 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, δικαιολογούν την αφαίρεση του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα, δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες πράξεων και δη αυτές που αναφέρει ο αιτών, αλλά περιλαμβάνουν και πράξεις όπως είναι, κατ’ εξοχήν, η σοβαρή προσβολή του κύρους των ελληνικών Α.Ε.Ι. γενικώς και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, επικουρούμενη μάλιστα και από προσβολή ειδικά του Α.Ε.Ι. που έχει απονείμει τον τίτλο – εν προκειμένω του Πανεπιστημίου Κρήτης. Διαφορετικά, τούτο θα εξακολουθεί να τιμά κάποιον που προσβάλλει σοβαρά το ίδιο, ως περιλαμβανόμενο στα ελληνικά πανεπιστήμια, προσβολή επικουρούμενη και από ειδική προσβολή του ίδιου του Πανεπιστημίου. Ο αιτών, επιστήμονας επί δεκαετίες, πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάνχαϊμ και άριστος γνώστης επίσης επί δεκαετίες της ελληνικής πραγματικότητας και του αυτοδιοίκητου και της ελεύθερης λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων από το έτος 1975, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι οι ανωτέρω λόγοι που αφορούν το κύρος τους, συνιστούν σοβαρούς λόγους που μπορεί να δικαιολογήσουν την αφαίρεση του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα. Επομένως, η επίμαχη διάταξη του Κανονισμού, έχοντας την εκτεθείσα έννοια, είναι, για τον αιτούντα, σαφής από την άποψη αυτή. (Μειοψ.). Η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 14 του Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ. Προβλέπεται στον νόμο, δηλαδή την επίμαχη διάταξη του Κανονισμού, ο οποίος είναι προσβάσιμος (δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) και προβλέψιμος ως προς το περιεχόμενό του από τον αιτούντα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη. Η επέμβαση αυτή εξυπηρετεί την προάσπιση του κύρους των ελληνικών πανεπιστημίων και των καθηγητών τους, δηλαδή θεμιτό σκοπό, ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αυτοδιοίκησής τους, περιλαμβάνει και την προστασία της υπόληψης των καθηγητών τους, ισόβιων δημόσιων λειτουργών∙ ο σκοπός αυτός μπορεί να δικαιολογήσει την επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης από την άποψη τόσο του άρθρου 14 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. (Μειοψ.). Η αφαίρεση του τίτλου του επίτιμου καθηγητή λόγω δηλώσεων του αιτούντος συνιστά επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης. Τούτο, παρά το ότι δεν έχει άμεσες συνέπειες στην οικονομική και εν γένει κατάσταση του τιμηθέντος (ούτε φυσικά συνιστά ποινική ή πειθαρχική ποινή ή υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης) και ότι η διαπίστωση της προσφοράς του για την οποία τιμήθηκε δεν αναιρείται καθαυτή από την αφαίρεση του τίτλου για άσχετους λόγους προς αυτήν, όπως εν προκειμένω. Από την άλλη πλευρά, οι δύο επίμαχες δηλώσεις του, πλήττουν σοβαρά το κύρος των ελληνικών πανεπιστημίων γενικώς, καθώς και του Πανεπιστημίου της Κρήτης, και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, από τους οποίους συγκροτούνται τα μονομελή και συλλογικά τους όργανα. Ειδικότερα, η δήλωση του αιτούντος ότι ένα ελληνικό πανεπιστήμιο μπορεί να απολύσει καθηγητή του επειδή εξέφρασε μη αρεστές απόψεις, προσβάλλει σοβαρά το κύρος των ελληνικών πανεπιστημίων και κατ’ επέκταση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Με υπόμνημά του ενώπιον των πανεπιστημιακών οργάνων (και με την κρινόμενη αίτηση) ο αιτών υποστήριξε ότι δεν είχε σκοπό να θίξει το ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά αναφερόταν σε μία περίπτωση «χειραγώγησης στοιχείων» από τον Φ., η οποία θα δικαιολογούσε πράγματι την απόλυσή του. Η Σύγκλητος απέρριψε τον ισχυρισμό προεχόντως με το επιχείρημα ότι ο αιτών αναφέρθηκε σε «απόψεις μη αρεστές», επεσήμανε δε ότι ο αιτών ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε δημόσια διορθωτική δήλωση επί του θέματος αυτού. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο αιτών προέβη σε δήλωση, ευρύτατα δημοσιοποιηθείσα και ουδέποτε δημοσίως ανασκευασθείσα, η οποία όχι μόνο δεν έχει εύλογη βάση, αλλά είναι ψευδής, όπως ο ίδιος γνωρίζει και το έχει ομολογήσει· η δήλωση δε αυτή δεν θέτει ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, παρά μόνο πλήττει σοβαρά το κύρος των ελληνικών πανεπιστημίων και την υπόληψη των καθηγητών τους, καθώς και τη μετά το Σύνταγμα του 1975 Ελληνική Δημοκρατία ως Κράτος Δικαίου που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, μετά από δεκαετίες ανώμαλων περιόδων. Εξάλλου, η Σύγκλητος θεώρησε ότι σοβαρή προσβολή του Πανεπιστημίου Κρήτης συνιστά και η δήλωση του αιτούντος ότι, αν του αφαιρεθεί ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα, θα είναι ο δεύτερος Γερμανός στον οποίο θα συμβεί αυτό μετά τον Τόμας Μαν, τον τίτλο του οποίου αφαίρεσαν «οι ναζί». Περαιτέρω, ο αιτών ούτε ισχυρίζεται, ούτε προκύπτει ότι ανακάλεσε ή διόρθωσε δημοσίως την εν λόγω δήλωση. Ενόψει δε της βαρύτητας της σύνδεσης του πανεπιστημίου με τον εθνικοσοσιαλισμό, η σύγκριση με τον οποίο, λόγω της φύσης αυτού, προσδίδει τη μεγαλύτερη δυνατή απαξία στον συγκρινόμενο, η δήλωση αυτή είναι προσβλητική για το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τους καθηγητές του∙ και τούτο, χωρίς να έχει πραγματική βάση ούτε να αναφέρεται σε υπαρκτό ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος. Εξάλλου, ο αιτών, όπως όλοι οι άνθρωποι, κατά μείζονα δε λόγο ως επιστήμονας με γνωστικό αντικείμενο τη σύγχρονη ιστορία, γνωρίζει πόσο απαξιωτικός είναι ο όρος «ναζί»˙ με τη χρήση του εκφράζει ακόμη πιο εμφατικά τη θέση του ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια (εν προκειμένω μάλιστα το πανεπιστήμιο που τον τίμησε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα), δεν ανέχονται διαφορετικές απόψεις και είτε απολύουν τους καθηγητές τους είτε μπορεί, ενδεχομένως, να αφαιρέσουν τιμητικούς τίτλους, όπως έπρατταν και οι εθνικοσοσιαλιστές. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Επομένως, η επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνεται στα άρθρα 14 του Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ (καθώς και στην ακαδημαϊκή ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος υπό την εκδοχή ότι η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του) προβλέπεται σε προσβάσιμο (ουσιαστικό) νόμο με προβλέψιμο για τον αιτούντα περιεχόμενο, εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό, που περιλαμβάνεται στους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και, σεβόμενη την αρχή της αναλογικότητας, συνιστά «αναγκαίο μέτρο σε δημοκρατική κοινωνία».