29 Ιαν 2024
Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητήθηκε (α) κατά το μέρος που το δικόγραφο χαρακτηρίζεται ως «προσφυγή», η ακύρωση της .../25.8.2021 πράξης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων (ΔΚΕΚΚ) του Υπουργείου Οικονομικών και (β) κατά το μέρος που το δικόγραφο χαρακτηρίζεται ως «ανακοπή», η ακύρωση της …/7.9.2021 ταμειακής βεβαίωσης της Προϊσταμένης της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Καβάλας. Με την πρώτη από τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, η οποία απευθύνεται στη Δ.Ο.Υ. Καβάλας, καθώς και με τον συνημμένο στην ίδια πράξη χρηματικό κατάλογο βεβαιώνεται εν ευρεία εννοία, ως δημόσιο έσοδο, συνολικό ποσό 631.654,99 ευρώ σε βάρος εκάστου των αναφερομένων στον ανωτέρω χρηματικό κατάλογο προσώπων, τα οποία και ασκούν το κρινόμενο ένδικο βοήθημα. Η δεύτερη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, η οποία αποτελεί την εν στενή εννοία (ταμειακή) βεβαίωση του ως άνω ποσού, εκδόθηκε σε εκτέλεση της πρώτης και ακολούθως εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. …/7.9.2021, …/7.9.2021, …/7.9.2021, …/7.9.2021 και …/7.9.2021 ατομικές ειδοποιήσεις της Δ.Ο.Υ. Καβάλας προς τα ανωτέρω υπόχρεα πρόσωπα, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν συμπροσβαλλόμενες. Οι προαναφερόμενες πράξεις της ΔΚΕΚΚ και της Δ.Ο.Υ. Καβάλας εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας κατάπτωσης εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου χορηγηθείσης υπέρ της εταιρείας ... Α.Ε. για την εξασφάλιση τραπεζικού της δανείου, για το οποίο είχαν παράσχει εγγύηση υπέρ της εταιρείας και τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα. Με την 17/2021 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 έγινε δεκτή η από 12.10.2021 αίτηση των διαδίκων που άσκησαν το κρινόμενο ένδικο βοήθημα και αυτό εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού κρίθηκε ότι στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτουν γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα. Όπως παγίως έχει κριθεί, με την κατ’ εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας σχετικής νομοθεσίας παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έχει σκοπό την εξασφάλιση δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα σε κατηγορίες επιχειρήσεων, γεννάται παρεπόμενη ενοχή, η φύση της οποίας καθορίζεται βάσει της κύριας έννομης σχέσης του δανείου. Εφ’ όσον δε η σχέση αυτή (του δανείου) διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από το ιδιωτικό δίκαιο, την ίδια φύση έχει και κάθε απαίτηση η οποία απορρέει από την παρεπόμενη ενοχική σχέση που δημιουργείται με την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, όπως είναι και οι απαιτήσεις αυτού σε βάρος του πρωτοφειλέτη και των τυχόν συνεγγυητών που γεννώνται σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου, με συνέπεια την πλήρη υποκατάσταση του τελευταίου στα δικαιώματα του δανειστή (πιστωτικού ιδρύματος) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 του ν. 2322/1995, 65 του ν. 2362/1995, 126 του ν. 4270/2014 και 101 του ν. 4549/2018. Οι ανωτέρω, εξ άλλου, διατάξεις είναι μεν ειδικές και εφαρμόζονται μόνο στις εγγυήσεις που παρέχει το Ελληνικό Δημόσιο κατά την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία περί παροχής κρατικών εγγυήσεων, ώστε η σχετική ρύθμιση να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες των εγγυήσεων του Δημοσίου· το δικαίωμα, ωστόσο, που ασκεί το Δημόσιο κατά τις διατάξεις αυτές δεν διαφέρει ως προς το περιεχόμενο και τη φύση του από το δικαίωμα αναγωγής και υποκατάστασης, το οποίο γεννάται υπέρ κάθε εγγυητή που ικανοποίησε τον δανειστή κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 858 και 860 του Αστικού Κώδικα, οι οποίες θα ήταν και εν προκειμένω εφαρμοστέες, αν τα σχετικά ζητήματα δεν ρυθμίζονταν ειδικώς από τη νομοθεσία που διέπει τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως άλλωστε σαφώς προκύπτει από το σύνολο της σχετικής νομολογίας, η φύση των δικαστικών διαφορών που ανακύπτουν στο πλαίσιο κάθε έννομης σχέσης με χαρακτήρα εγγύησης εξαρτάται αποκλειστικώς από τη φύση της κύριας έννομης σχέσης, χάριν της οποίας συνάπτεται η εγγύηση, ως σχέσης δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Δεν ασκούν, ως εκ τούτου, επιρροή στον χαρακτηρισμό των εν λόγω διαφορών ως διοικητικών ή ιδιωτικών ούτε ο σκοπός που εξυπηρετεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ως μορφή κρατικής ενίσχυσης ούτε οι τυχόν ειδικότερες ρήτρες που τίθενται στη συμβατική σχέση της εγγύησης που συνάπτεται με το Δημόσιο, ακόμη και αν οι ρήτρες αυτές εισάγουν αποκλίσεις από αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, οι πράξεις των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, όπως οι εν προκειμένω προσβαλλόμενες, με τις οποίες βεβαιώνονται εν ευρεία και εν στενή εννοία ως δημόσια έσοδα οι οφειλές του πρωτοφειλέτη και των τυχόν εγγυητών προς το Δημόσιο, ώστε το τελευταίο, το οποίο βαρύνεται με την υποχρέωση να καταβάλει την καταπίπτουσα εγγύηση, να υποκατασταθεί πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή έναντι των ανωτέρω προσώπων, δεν είναι πράξεις διοικητικές, αλλά πράξεις που εντάσσονται στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου ως απορρέουσες από την ενοχική σχέση της εγγύησης, οι δε διαφορές που εγείρονται με τη δικαστική αμφισβήτηση των πράξεων αυτών είναι ιδιωτικές και υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επίσης, εφόσον η ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια κωλύονται ευθέως εκ του Συντάγματος να διενεργήσουν οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικαστική πράξη αναγόμενη στην κατ’ ουσίαν εκδίκασή της, συμπεριλαμβανομένης της διατύπωσης ερωτημάτων προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Η διατύπωση, άλλωστε, τέτοιων ερωτημάτων από δικαστήριο στερούμενο δικαιοδοσίας για την κατ’ ουσίαν εκδίκαση της διαφοράς, όπως εν προκειμένω, θα καθιστούσε τα ερωτήματα προδήλως αλυσιτελή (ως καθαρά υποθετικής φύσεως σε σχέση με τη βέβαιη έκβαση της κύριας δίκης), είναι δε αυτονόητο ότι τα πολιτικά δικαστήρια, ως έχοντα δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, έχουν και την αρμοδιότητα για τη διατύπωση προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, εφ’ όσον κρίνουν ότι συντρέχει περίπτωση. Το ΣτΕ επέλυσε το τεθέν ζήτημα δικαιοδοσίας υπέρ των πολιτικών δικαστηρίων και απέρριψε ως απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα.