19 Νοε 2018
Με την εξουσιοδοτική διάταξη δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό ενιαίου «τύπου» στολής του προσωπικού των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και όχι εξουσιοδότηση για το καθορισμό ενιαίας «μορφής» στολής του εν λόγου προσωπικού. Άλλωστε, τέτοιου είδους ρύθμιση, με την οποία θα επιβαλλόταν ενιαία «μορφή» στολής στο προσωπικό όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι θα περιόριζε υπέρμετρα την συνταγματικώς προστατευόμενη ελευθερία της επιχειρηματικής δράσης υπό όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η ελευθερία των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν διακριτικά γνωρίσματα (π.χ. χρωματικούς συνδυασμούς, παραστάσεις, σύμβολα, μορφές γραμματοσειρών, κ.λπ.) ως μέσο εξατομίκευσής τους στην οικεία αγορά και προσδιορισμού της επιχειρηματικής προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, προκειμένου αυτά να διακρίνονται, στην αντίληψη του συναλλακτικού κοινού, από παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Από το προπαρατεθέν, όμως, περιεχόμενο των διατάξεων της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η διοίκηση ερμήνευσε την επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη ως παρέχουσα εξουσιοδότηση σ’ αυτήν να καθορίσει ενιαία «μορφή» στολής και εμφορούμενη από την αντίληψη αυτή θέσπισε τις προσβαλλόμενες διατάξεις, με τις οποίες επιβάλλεται στο προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ασφαλείας να φορούν πανομοιότυπη στολή, με κοινές μάλιστα τεχνικές προδιαγραφές, καθ’ υπέρβαση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως. Συνεπώς, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 4 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως ετέθησαν καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής νομοθετικής διατάξεως, και είναι ως εκ τούτου μη νόμιμες.