26 Μαρ 2021
Η κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εξικνείται μέχρι πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά είναι δυνατή η θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Για τον σκοπό, άλλωστε, αυτόν, προκειμένου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ασυνδέτως δηλαδή προς συγκεκριμένο πρόσωπο, να συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997, που μεταξύ άλλων, ορίζει ότι τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται και να υφίστανται επεξεργασία κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, για σαφείς και νόμιμους σκοπούς. Συνεπώς, όταν εκτελείται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει αυτή να προβλέπεται ειδικώς από διάταξη νόμου, σύμφωνη με το Σύνταγμα, άλλως η επεξεργασία είναι μη νόμιμη και επιβάλλεται η διακοπή της ανεξάρτητα από τυχόν παρέμβαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Εφόσον δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997 εξετάζεται, περαιτέρω, αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, κατά την οποία η επεξεργασία των δεδομένων επιτρέπεται, κατ' αρχήν, μόνον εάν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, αφού προηγουμένως έχει ενημερωθεί, κατά τρόπο πρόσφορο και σαφή. Κατ' εξαίρεση, δεν απαιτείται η συγκατάθεση -άρα παρέλκει και η προηγούμενη ενημέρωση- του υποκειμένου για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όταν, πλην άλλων περιπτώσεων, η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή. Τέτοια δε περίπτωση είναι η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας των οργάνων της αστυνομικής αρχής, κατά τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου που τη διέπουν. Εξάλλου, προκειμένου περί ευαισθήτων προσωπικών δεδομένων, όπως είναι μεταξύ άλλων τα δεδομένα που αφορούν στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, των οποίων απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η συλλογή και επεξεργασία, από τον συνδυασμό των παρατιθέμενων ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 7 και 7Α του ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η απαγόρευση της συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων αυτών αίρεται, πλην άλλων, και όταν η επεξεργασία αφορά σε δεδομένα που το ίδιο το πρόσωπο δημοσιοποιεί, οπότε, στην περίπτωση αυτή, επιτρέπεται η επεξεργασία τους κατόπιν αδείας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Κατ' εξαίρεση, δεν απαιτείται άδεια της Αρχής όταν, μεταξύ άλλων, η επεξεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα, είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος και το υποκείμενο έχει προηγουμένως ενημερωθεί σχετικά με τα δεδομένα, τον σκοπό και τα στοιχεία του υπευθύνου επεξεργασίας (άρθρο 7Α παρ. 1 περ. α). Τέτοια δε περίπτωση είναι και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων που γίνεται στο πλαίσιο πειθαρχικής έρευνας που διενεργείται για το υποκείμενο των δεδομένων, το οποίο ενημερώνεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την πειθαρχική διαδικασία για τα στοιχεία του φακέλου της πειθαρχικής του υποθέσεως και του παρέχεται πρόσβαση σε αυτά. Εν προκειμένω, εχώρησε νόμιμη και θεμιτή επεξεργασία του ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου της συνδικαλιστικής ιδιότητας της αιτούσας αστυνομικής υπαλλήλου από τα αρμόδια να διεξαγάγουν την πειθαρχική διαδικασία σε βάρος της όργανα της Αστυνομίας χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της εν λόγω και χωρίς να απαιτείτο η άδεια της Αρχής, καθόσον η επίμαχη επεξεργασία (οπτικοακουστικό υλικό) έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διερεύνησης της τυχόν διάπραξης από την αιτούσα πειθαρχικού παραπτώματος, δηλαδή ήταν αναγκαία για την εκτέλεση έργου που συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα, καθώς και ότι κατά την επεξεργασία του επίμαχου αρχείου η αιτούσα ενημερώθηκε προσηκόντως για το επίμαχο αρχείο και τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό στο προβλεπόμενο από τον πειθαρχικό νόμο στάδιο της κλήσεως αυτής σε απολογία. Τέλος, σύμφωνα με το ΣτΕ, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας και άλλα, παρεμφερή με το επίμαχο, οπτικοακουστικό υλικό, αρχεία που περιελάμβαναν το ίδιο ευαίσθητο δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, ενώ το περιεχόμενο του επίμαχου οπτικοακουστικού υλικού αποτελεί προϊόν καταγραφής ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού, η οποία έλαβε χώρα «με τη συναίνεση των συμμετεχόντων, προς ενημέρωση του κοινού και μέρος αυτής ή όλης προβλήθηκε δημόσια από τον σταθμό αυτόν».