29 Απρ 2025
Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 1753/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 6.4.2010 αίτηση ακυρώσεως του δικαιοπαρόχου του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η 244/25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση, συνολικού εμβαδού 4.917,252 στρ., που εμπίπτει εντός των διοικητικών ορίων της περιφέρειας των Δήμων Μαραθώνα, Αγίου Στεφάνου, Σταμάτας, Ροδόπολης, Δροσιάς και άλλων περιοχών του Ν. Αττικής, η οποία κάηκε κατά την πυρκαϊά της 21ης-24ης.8.2009, κατά το μέρος που αφορούσε σε ιδιοκτησία επί της οποίας προέβαλε δικαίωμα κυριότητας ο δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου. Το ΣτΕ έκρινε ότι ο λόγος εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν πλήττει κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία σε καμία σκέψη της δεν συνδέει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την ακύρωση πράξης αναδάσωσης με το ζήτημα της απόδειξης των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923. Αν, εξάλλου, θεωρηθεί ότι με την έφεση πλήττεται η εμμέσως συναγόμενη κρίση της εκκαλουμένης ότι, κατά την έννοια του άρθρου 3 § 6 περ. ε΄ Ν. 998/1979, εφόσον προβληθεί ότι η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση βρίσκεται εντός των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του έτους 1923, ο ακυρωτικός δικαστής δύναται να εκδώσει προδικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεώνεται η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, να αποδείξει, αφενός αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή που κηρύσσεται αναδασωτέα οικισμός προϋφιστάμενος του 1923, και αφετέρου, αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού, ο ισχυρισμός του Δημοσίου περί μη ύπαρξης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ανωτέρω νομικό ζήτημα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, δε, διότι επανειλημμένως το Δικαστήριο έχει εκδώσει προδικαστικές αποφάσεις επιβάλλοντας την υποχρέωση στη Διοίκηση να διευκρινίσει τα ως άνω ζητήματα. Άλλωστε, κατά τα παγίως κριθέντα, η συμπλήρωση των αποδείξεων εναπόκειται στην ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δύναται να εκδώσει προς τούτο προδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με την 2513/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα αν υφίσταται πράγματι στην περιοχή που κηρύσσεται αναδασωτέα οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αν το επίμαχο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού, αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναδάσωσης, κατά τα άρθρα 117 § 3 του Συντάγματος, 38 και 41 του Ν. 998/1979, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 § 6 περ. ε΄ του νόμου αυτού, και αποτελεί, κατά τον νόμο, κρίσιμο στοιχείο βάσει του οποίου κρίνεται η νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης. Όπως, μάλιστα, έγινε δεκτό με την ανωτέρω 2513/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόδειξη των ζητημάτων αυτών, τα οποία απαιτούν εξιδιασμένη νομική και πραγματική έρευνα, κατόπιν, μάλιστα, της συνεργασίας πολλών συναρμοδίων υπηρεσιών, δεν είναι επιτρεπτό, ενόψει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, να βαρύνει τους θιγόμενους, και μάλιστα προαποδεικτικώς, οι οποίοι, άλλωστε, ούτε διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις ούτε έχουν την υποχρέωση να τηρούν αρχεία με τα απαραίτητα για τη διευκρίνιση των ως άνω ζητημάτων στοιχεία, αρκεί δε αυτοί να προσδιορίζουν επαρκώς τη θέση του επίμαχου ακινήτου στους σχετικούς χάρτες, συνδράμοντας κατά τούτο τη Διοίκηση, προκειμένου να τη διευκολύνουν στον εντοπισμό του. Με τα δεδομένα αυτά, η ως άνω εμμέσως συναγόμενη κρίση του Διοικητικού Εφετείου σχετικά με την έννοια του άρθρου 3 § 6 περ. ε΄ του ν. 998/1979 σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί διαδικασίας αναδάσωσης είναι σύμφωνη με την υφισταμένη επί του θέματος πάγια νομολογία. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ απέρριψε την έφεση.