21 Οκτ 2025
Στην υπό κρίση υπόθεση ζητείται η αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η 141/22.1.2015 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, καθ’ ο μέρος είχε απορριφθεί η …/24.10.2014 ενδικοφανής προσφυγή της κατά της …/16.9.2014 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2008 (χρήση 2007), του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ.), και προσδιορίσθηκε το φορολογητέο εισόδημα της αναιρεσίβλητης, για το ίδιο οικονομικό έτος, σε 46.987.853,77 ευρώ. Αναλυτικά, η αναιρεσίβλητη εταιρεία, κατά την ένδικη χρήση 2007, είχε την έδρα της στο Δήμο Παιανίας, με βασικό αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας το λιανικό εμπόριο οικιακών επίπλων μέσω του δικτύου καταστημάτων λιανικής “…” που διαθέτει, καθώς και την εκμετάλλευση των εντός των καταστημάτων αυτών εστιατορίων, τηρώντας τα αντίστοιχα βιβλία επιχειρηματικής δραστηριότητας και στοιχεία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Δυνάμει συμβάσεων δικαιόχρησης με την ολλανδική εταιρεία … B.V., απέκτησε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα και την άδεια να λειτουργήσει καταστήματα …, που θα περιλαμβάνουν και εστιατόρια …, καθώς και το δικαίωμα και την άδεια να χρησιμοποιεί τα σήματα και τη μυστική τεχνογνωσία … σε σχέση με τη λειτουργία των καταστημάτων της. Για τη δε εν λόγω χρήση, δήλωσε ύστερα από λογιστική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων, καθαρά κέρδη 46.316.956,68 ευρώ. Περαιτέρω, η φορολογική αρχή διενήργησε δυνάμει εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. τακτικό έλεγχο, κατά τον οποίο έκρινε τα βιβλία και στοιχεία επαρκή αλλά προέβη σε λογιστική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων, μη αναγνωρίζοντας προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα κονδύλια συνολικού ύψους 1.589.029,37 ευρώ, τα οποία προσέθεσε ως λογιστικές διαφορές στα δηλωθέντα καθαρά κέρδη, και προσδιόρισε το φορολογητέο εισόδημα σε 47.905.986,05 ευρώ, ενώ στη συνέχεια ο προϊστάμενος του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. εξέδωσε σχετική οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, με την οποία καταλόγισε σε βάρος της αναιρεσίβλητης διαφορά κύριου φόρου 397.257,34 ευρώ και πρόσθετο φόρο λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης ύψους 476.708,81 ευρώ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 § 1 περ. (ι) και 13 § 6 του Κ.Φ.Ε., η ημεδαπή επιχείρηση δικαιούται την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα του ποσού που καταβάλει σε αλλοδαπή επιχείρηση ως ακαθάριστη αμοιβή δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ο φόρος εισοδήματος που οφείλεται στην Ελλάδα από την αλλοδαπή δικαιοπάροχο-δικαιούχο της αμοιβής επιχείρηση, στον οποίο υπόκειται αυτοτελώς η εν λόγω αμοιβή. Ειδικότερα, ο εν λόγω φόρος παρακρατείται και αποδίδεται από την ημεδαπή επιχείρηση, στην δε αλλοδαπή δικαιούχο καταβάλλεται η διαφορά μεταξύ της αμοιβής δικαιωμάτων που δικαιούται και του παρακρατούμενου αναλογούντος φόρου. Ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία, με συμφωνία των μερών, η αμοιβή δικαιωμάτων της αλλοδαπής επιχείρησης έχει οριστεί σε ποσό ελεύθερο του ως άνω παρακρατούμενου φόρου και η αλλοδαπή επιχείρηση με το τιμολόγιο που εκδίδει, προσαυξάνει (ανάλογα με τον ισχύοντα φορολογικό συντελεστή) το ποσό αμοιβής της με τον αναλογούντα φόρο, ώστε μετά την απόδοση/καταβολή του στο Ελληνικό Δημόσιο να λάβει το συμφωνηθέν καταβλητέο καθαρό ποσό αμοιβής δικαιωμάτων, η ημεδαπή επιχείρηση δεν δικαιούται να εκπέσει το εν λόγω υπερβάλλον ποσό, με το οποίο την τιμολογεί η αλλοδαπή επιχείρηση, καθώς, εν προκειμένω, η αλλοδαπή επιχείρηση τιμολογεί/επιβαρύνει την ημεδαπή, όχι με αμοιβή δικαιώματος, αλλά με τον φόρο εισοδήματος που οφείλει ως “παρακρατούμενο”, η δε ενσωμάτωση του εν λόγω ποσού φόρου στο εκδοθέν τιμολόγιο δεν μεταβάλλει τη φύση του ως φόρου και δεν τον καθιστά μέρος καταβληθέντος “ακαθάριστου” δικαιώματος, δυνάμενο να εκπεσθεί ως δαπάνη της ημεδαπής δικαιοδόχου επιχειρήσεως. Στην υπό κρίση περίπτωση, η αναιρεσίβλητη ανέλαβε το βάρος της παρακράτησης του οφειλομένου στο Ελληνικό Δημόσιο φόρου εισοδήματος της ολλανδικής επιχείρησης και δεν δικαιούται την έκπτωση, ως δαπάνης για καταβολή αμοιβής δικαιωμάτων, του τιμολογηθέντος ποσού φόρου. Επιπρόσθετα, οι εν λόγω δαπάνες δεν αναγνωρίστηκαν προς έκπτωση από τη φορολογική αρχή, ως αφορώσες σε “διαφημιστικές” χορηγίες, οι οποίες αποτελούν διαφημιστική δαπάνη για την έκπτωση της οποίας απαιτείται καταβολή διαφημιστικού τέλους. Τέλος, ο ισχυρισμός περί αντίθεσης σε νομολογία κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ουσιαστική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης περί του ότι οι χορηγίες για την προβολή της αναιρεσίβλητης, τις οποίες αφορούν οι ένδικες δαπάνες, δεν πραγματοποιήθηκαν με διαφημιστικές ενέργειες που υπάγονται στις κατηγορίες διαφημίσεων του άρθρου 15 του β.δ. της 24.9.-20.10.1958 για τις οποίες οφείλεται τέλος διαφήμισης, χωρίς να αναδεικνύει νομικό ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία της επίμαχης διάταξης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που έκρινε εκπεστέο από τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης το ποσό των 533.545,04 ευρώ, ενώ παραπέμπει στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση για νέα κρίση. (Μειοψ.)