Πρόσφατη νομολογία


22 Μαρ 2021

ΣτΕ 17/2021 Τμ.Β: Δικαστικός συμβιβασμός σε φορολογικές διαφορές & δέσμευση του διοικ. δικαστηρίου σε άλλο φορολογικό αντικείμενο - Παραπομπή σε 7μελή σύνθεση

Με τις διατάξεις των άρθρων 1 Ν.Δ. 4600/1966, 71 Ν. 2238/1994, 12 § 1 Ν. 2753/1999, 197 ΚΔιοικΔ καθιερώνεται ο δικαστικός συμβιβασμός, ο οποίος εισήχθη στη φορολογική δικονομία το πρώτον με το άρθρο 1 του ν.δ. 4600/1966, ως ειδικότερη μορφή διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς, η οποία διενεργείται μεταξύ της φορολογικής αρχής και του φορολογούμενου κατά το χρόνο που εκκρεμεί η διαφορά ενώπιον του, αρμόδιου για την επίλυσή της, δικαστηρίου. Ο δικαστικός συμβιβασμός είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς και συνίσταται στην κατάργηση της εκκρεμούσας φορολογικής δίκης ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, μπορεί δε να ενεργείται σε κάθε στάση της δίκης. Επομένως, ο συμβιβασμός λαμβάνει χώρα με τη σύμπραξη του φορολογουμένου και τερματίζει τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου με την έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η πράξη δε αυτή, λόγω της οποίας και επέρχεται η κατάργηση της δίκης, ισχύει εφεξής για τη συγκεκριμένη υπόθεση αντί της σχετικής δικαστικής απόφασης. Έχει επίσης κριθεί ότι από τον, κατά τις γενικές αρχές του δημοσιονομικού και του φορολογικού δικαίου, κανόνα της βεβαιότητος που πρέπει να διέπει τον προσδιορισμό από την αρμόδια αρχή του φόρου ο οποίος οφείλεται από κάθε φορολογούμενο, συνάγεται, εκτός των άλλων, ότι το πρακτικό εξώδικης λύσης της διαφοράς που υπογράφεται από την φορολογική αρχή και από το φορολογούμενο έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, η δε φορολογική διαφορά θεωρείται επιλυθείσα και στην περίπτωση τέτοιας εξώδικης λύσης της φορολογικής διαφοράς, αποκλείεται δε πάσα περαιτέρω αμφισβήτηση των αποτελεσάντων αντικείμενο της λύσης αυτής. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι από τα πρακτικά δικαστηρίου, στα οποία καταχωρίζεται δήλωση περί συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, δεν απορρέει δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 197 του ΚΔΔικ., διότι με τη σύνταξή τους περατώνεται η προπεριγραφείσα διοικητική διαδικασία σύμπτωσης των απόψεων της φορολογικής διοίκησης και του υπόχρεου σε φόρο και επομένως δεν διαγιγνώσκεται διαφορά από το δικαστήριο. Το δεδικασμένο προκύπτει μόνον από δικαστικές αποφάσεις και όχι από πρακτικά του δικαστηρίου περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ της φορολογικής αρχής και του υπόχρεου σε φόρο. Και ναι μεν ο νομοθέτης προσδίδει στα πρακτικά του δικαστικού συμβιβασμού «αποτελέσματα αμετάκλητης απόφασης», τούτο όμως γίνεται προκειμένου να αποσαφηνισθεί ότι, σύμφωνα με την αρχή της βεβαιότητας του φόρου, η βάσει δικαστικού συμβιβασμού φορολογική εγγραφή καθίσταται οριστική υπό την έννοια ότι το σχετικό πρακτικό δεν μπορεί ούτε να ανακληθεί ούτε να προσβληθεί με ένδικα βοηθήματα ή μέσα, με εξαίρεση τα ζητήματα που αφορούν την συνδρομή των προϋποθέσεων σύναψης του συμβιβασμού, τα οποία και μόνον μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής αμφισβήτησης (Μειοψ.). Κατά την εκδίκαση υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος ή προστιθέμενης αξίας, το δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου ανακύπτει παρεμπιπτόντως ζήτημα στοιχειοθέτησης ή μη παράβασης του ΚΒΣ, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, δεσμεύεται από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, με την οποία το εν λόγω ζήτημα κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου. Εφόσον όμως, από τα πρακτικά δικαστικού συμβιβασμού δεν παράγεται δεδικασμένο, παρέπεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς για τον κύριο φόρο, εφόσον ανακύπτει ενώπιόν του παρεμπιπτόντως ζήτημα αναγόμενο στην στοιχειοθέτηση ή μη παράβασης του ΚΒΣ, υπό την έννοια της συνδρομής ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο του λήπτη εικονικού τιμολογίου, οφείλει να εκφέρει αυτοτελή κρίση για το εν λόγω ζήτημα.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 17/2021 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »