Πρόσφατη νομολογία


22 Φεβ 2023

ΣτΕ 1636/2022 Τμ.Α: Συνταγματική η 5ετής διάρκεια του γάμου ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης επιζώντος λόγω θανάτου του συζύγου του

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1327/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 5182/2015 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της …/…/1.11.2012 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του Υποκαταστήματος Καλλιθέας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), απορριπτικής ένστασης της ίδιας κατά της …/2012 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και ήδη του αναιρεσίβλητου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) περί απόρριψης του αιτήματος να της χορηγηθεί κύρια σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία εφαρμόζεται εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη νόμου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Στην περίπτωση της συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου η ασφαλιστική περίπτωση θεωρείται ότι επέρχεται κατά το χρόνο του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου, μέσω του οποίου ο εμμέσως ασφαλισμένος επιζών σύζυγος συνδέεται με τον ασφαλιστικό φορέα. Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά με τις διατάξεις του ίδιου ή άλλου νόμου, διέπουν τη συνταξιοδότηση επιζώντος συζύγου αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος τους στις 15.7.2010. Με τις διατάξεις της ανωτέρω διάταξης τέθηκαν κοινές για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και το Δημόσιο προϋποθέσεις που αφορούν τον χρόνο που πρέπει να έχει παρέλθει από την τέλεση του γάμου, προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου. Ειδικότερα, θεσπίστηκε ως προϋπόθεση για την απονομή σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου κάθε ασφαλιστικού φορέα, άρα και του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, ο γάμος μεταξύ του επιζώντος και του θανόντος συζύγου να έχει τελεστεί τουλάχιστον τρία (3) έτη πριν από την επέλευση του θανάτου, στην περίπτωση κατά την οποία ο θανών ήταν εν ενεργεία ασφαλισμένος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου (αντί των 6 μηνών που οριζόταν με τις προϊσχύσασες διατάξεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Η ανωτέρω προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου δεν απαιτείται αν ο θάνατος του αμέσως ασφαλισμένου οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη, ή αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος, αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο. Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία ο θανών ήταν ήδη συνταξιούχος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου η ελάχιστη διάρκεια γάμου ως προϋπόθεση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου ορίζεται σε τουλάχιστον 5 έτη (αντί των 24 μηνών που οριζόταν με τις προϊσχύσασες διατάξεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), εκτός αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος, αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο. Η προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου έχει θεσπιστεί για τη διασφάλιση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των ασφαλιστικών φορέων και κατ’ επέκταση του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων τους από δαπάνες που συνδέονται με συντάξεις χορηγούμενες σε πρόσωπα που τελούν γάμο με μοναδικό σκοπό τη συνταξιοδότησή τους μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου τους κατά καταστρατήγηση του θεσμού της σύνταξης επιζώντος συζύγου. Περαιτέρω, η πενταετία ως ελάχιστη διάρκεια του γάμου αποτελεί πρόσφορο χρονικό περιορισμό ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων ή εν γένει γάμων με μοναδικό σκοπό τη μελλοντική συνταξιοδότηση, ο περιορισμός δε αυτός δεν είναι υπέρμετρος ούτε δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, ιδίως τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό γυναικών που εργάζονται εκτός οικίας αλλά και την αύξηση των διαζυγίων και κατ’ επέκταση τη μείωση του αριθμού των γάμων που διατηρούνται διά βίου, η πενταετία αποτελεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να δημιουργηθεί και να παγιωθεί μία κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης των συζύγων και να διαμορφωθεί ένα οικογενειακό επίπεδο διαβίωσης που χρήζει κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης. Πέραν τούτου, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπονται εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης στην περίπτωση κατά την οποία από μικρής διάρκειας έγγαμη συμβίωση αποκτώνται (είτε με γέννηση είτε με υιοθεσία) παιδιά. Εξάλλου, από καμία από τις υπερνομοθετικές και συνταγματικές διατάξεις δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να απονέμει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές λόγω θανάτου σε κάθε πρόσωπο με το οποίο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος διατηρεί δεσμούς αγάπης και συντροφικότητας. Περαιτέρω, ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο κατά τη διαμόρφωση του εύρους της έμμεσης κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται μέσω των δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στα πρόσωπα που συνδέονται με τον αμέσως ασφαλισμένο, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και τους διαθέσιμους πόρους των φορέων αυτών. Η επιλογή δε του νομοθέτη να απονείμει με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, όπως άλλωστε και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου μόνο σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε τελέσει γάμο (ή και σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης κατά τα ήδη οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 4387/2016) και όχι σε κάθε πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη σχέσης με τα χαρακτηριστικά της ελεύθερης ένωσης με τον αποβιώσαντα δεν συνιστά αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος του συμβιούντος σε ελεύθερη ένωση ούτε υποβάθμιση αυτού. Τούτο διότι οι τελούντες σε ελεύθερη ένωση έχουν επιλέξει μία μορφή κοινής ζωής, η οποία, σε αντίθεση προς τον θεσμό του γάμου, δεν διέπεται από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ούτε συνιστά δημοσίως διατυπωμένη δέσμευση για την ίδρυση μίας σχέσης με διάρκεια και την ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων διατροφής μεταξύ των συντρόφων και συμβολής στις ανάγκες ενός κοινού (συζυγικού - οικογενειακού) οίκου. Ειδικότερα, ο γάμος παραμένει ένας θεσμός ευρέως αναγνωρισμένος, ο οποίος παρέχει μία ιδιαίτερη νομική ιδιότητα σε εκείνους που τον συνάπτουν, με συνέπεια να παρίσταται δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση των έγγαμων και των τελούντων σε ελεύθερη ένωση. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, κατά το μέρος που διαφοροποιούν τα έγγαμα ζευγάρια από εκείνα που έχουν επιλέξει να συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας. Οι ίδιες διατάξεις δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας ούτε κατά το μέρος με το οποίο διαφοροποιούν τον επιζώντα σύζυγο που τέλεσε γάμο με εργαζόμενο (ασφαλισμένο) από τον επιζώντα σύζυγο που τέλεσε γάμο με συνταξιούχο, δεδομένου ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο κίνδυνος καταστρατηγήσεων των διατάξεων για τη συνταξιοδότηση επιζώντων συζύγων στην περίπτωση που οι τελευταίοι τελούν γάμο με συνταξιούχους είναι αυξημένος και, ως εκ τούτου, ούτε οι ανωτέρω κατηγορίες προσώπων τελούν υπό όμοιες ή παρόμοιες συνθήκες. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 κατά το μέρος που με αυτές τάσσεται η έγγαμη συμβίωση ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και δεν αρκεί η επίκληση και απόδειξη συμβίωσης σε ελεύθερη ένωση δεν αντίκειται στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρ. 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 16 του ΕΚΧ, 10 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα και 23 παρ. 1 και 2 του ΔΣΑΠΔ. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, η προϋπόθεση της συμπλήρωσης πενταετούς έγγαμης συμβίωσης κάμπτεται και για τη συμπλήρωση της πενταετίας μπορεί να συνυπολογιστεί και η διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης, αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των μετέπειτα συζύγων, κατά την οποία δεν ήταν δυνατή η τέλεση του γάμου εξαιτίας νομικού, αποκλειστικώς, κωλύματος, τελέστηκε δε ο γάμος μέσα σε εύλογο χρόνο από την εξάλειψη του κωλύματος αυτού. Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι διατάξεις με τις οποίες θεσπίζονται προϋποθέσεις για την απονομή συνταξιοδοτικών παροχών είναι στενώς ερμηνευτέες, η απαίτηση να έχει συμπληρωθεί η πιο πάνω ελάχιστη διάρκεια γάμου δεν κάμπτεται αν η μη τέλεση γάμου αποτέλεσε προϊόν της ελεύθερης βούλησης του ζεύγους. Με βάση τα ανωτέρω, το ΣτΕ θεώρησε νόμιμη την κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου και απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1636/2022 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »