Πρόσφατη νομολογία


8 Σεπ 2020

ΣτΕ 1594/2020 Τμ.Α: Αστική ευθύνη δημόσιου νοσοκομείου για θάνατο ασθενούς λόγω παραβίασης γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων ιατρικής επιστήμης

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, ευθύνη του Δημοσίου υφίσταται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα ή υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής. Τούτο δε, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του. Επιπλέον, από τα άρθρα 13 και 24 του α.ν. 1565/1939, 33 του β.δ. της 25 Μαΐου/6 Ιουλίου 1955 και 47 του ν. 2071/1992 συνάγεται ότι συνιστούν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μεταξύ άλλων, η λήψη πλήρους ιστορικού του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό, μη δυνάμενου του ιατρού να επαφίεται στον ασθενή για να τον ενημερώσει σχετικώς, δεδομένου ότι ο τελευταίος, ελλείψει ιατρικών γνώσεων δεν γνωρίζει ποιες είναι οι κρίσιμες από ιατρική άποψη πληροφορίες, η διενέργεια όλων των αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων μέχρι να καταστεί εφικτή η εκ μέρους του τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση, καθώς και η παραπομπή του ασθενούς σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η συμβολή των οποίων είναι αναγκαία με βάση τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του υπό διερεύνηση ιατρικού περιστατικού. Εξάλλου, ως αντικειμενικές συνθήκες κάθε ιατρικού περιστατικού νοούνται ιδίως τα ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, τα οποία, κατόπιν συνθετικής και δημιουργικής αξιοποίησής τους από τον θεράποντα ιατρό κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθορίζουν τις κατευθύνσεις της ιατρικής έρευνας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ανωτέρω δε γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες της ιατρικής επιστήμης προκύπτουν και από τις μεταγενέστερες διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). Αναφορά δε στους κανόνες αυτούς (ιστορικό - κλινική εξέταση - εργαστηριακό έλεγχο) ως «βασικών πυλώνων» στους οποίους πρέπει να στηρίζεται κάθε ιατρός για να προβεί σε διαφορική διάγνωση γίνεται και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού παθολόγου – καρδιολόγου που συντάχθηκε στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Με βάση αυτά τα δεδομένα, έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΕισΝΑΚ. Ως προς το ζήτημα αν η έκδοση του εξιτηρίου και συνακολούθως η διακοπή της περαιτέρω ιατρικής διερεύνησης και παρακολούθησης του ένδικου ιατρικού περιστατικού αποτελούσε ενδεδειγμένη ιατρική πράξη, το δικάσαν δικαστήριο εξέφερε την κρίση ότι η πιο πάνω ιατρική πράξη δεν αντέβαινε στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, χωρίς να ερευνήσει αν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις έκδοσης του εξιτηρίου και διακοπής της νοσηλείας που επιβάλλονται από τους ανωτέρω κανόνες. Ειδικότερα, κατά πρώτον, το δικάσαν δικαστήριο δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση του εξιτηρίου για τον μετέπειτα αποβιώσαντα ασθενή είχε ληφθεί πλήρες και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ιστορικό αυτού (ατομικό και κληρονομικό, προηγούμενες νοσηλείες αυτού κ.λπ.) από όλους τους ιατρούς των διαφόρων ειδικοτήτων που ενεπλάκησαν με το ένδικο ιατρικό περιστατικό, δεδομένου ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν αντιφατικές παραδοχές σε σχέση με την κατάσταση του ασθενούς από ψυχιατρική άποψη, ενώ δεν προκύπτει ότι οι θεράποντες ιατροί υπέβαλαν προς τον ασθενή και τους γονείς του τις ερωτήσεις που προβλέπονται, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, προκειμένου να συντάξουν πλήρες ιστορικό του ασθενούς. Κατά δεύτερον, το δικάσαν δικαστήριο δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση εξιτηρίου έγινε αξιολόγηση των συλλεγεισών κατά τη νοσηλεία του ασθενούς πληροφοριών και αξιοποίησή τους προκειμένου να αποφασιστεί ποιες είναι οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και να καταστεί εφικτή η διαφορική διάγνωση για τον ασθενή, να αποκλειστούν δηλαδή παθήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα συμπτώματα που αυτός εμφάνισε τόσο κατά την εισαγωγή του όσο και κατά την παραμονή του στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο. Για τους λόγους αυτούς έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1594/2020 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »