3 Δεκ 2024
Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3378/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά της …/6.10.2014 απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή ενδικοφανής προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά των … και .../26.5.2014 πράξεων του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) περί διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς του άρθρου 29 του Ν. 3986/2011, οικονομικού έτους 2011. Με την ίδια πράξη είχαν προσδιορισθεί τα εισοδήματα του αναιρεσίβλητου από ελευθέρια επαγγέλματα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε άγνωστης προέλευσης προσαύξηση της περιουσίας του, κατ’ άρθρο 48 § 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994), και είχε επιβληθεί επί των φορολογητέων για το ένδικο έτος εισοδημάτων του, όπως διαμορφώθηκαν κατόπιν προσθήκης στα δηλωθέντα εισοδήματά του της, κατά τα ανωτέρω, περιουσιακής προσαύξησης, διαφορά κυρίου φόρου και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, πλέον πρόσθετου φόρου και εισφοράς, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μεταρρυθμίστηκε, κατά μερική αποδοχή της προσφυγής του αναιρεσίβλητου, η προσβληθείσα πράξη της Δ.Ε.Δ. και περιορίσθηκαν σημαντικά τα κατ’ άρθρο 48 § 3 του Κ.Φ.Ε. (Ν. 2238/1994) εξ ελευθερίων επαγγελμάτων εισοδήματά του. Εν προκειμένω, ο αναιρεσίβλητος είχε ισχυρισθεί, με την ενδικοφανή προσφυγή, ότι τα επίμαχα εμβάσματα εξωτερικού είχαν σχηματισθεί από δηλωθέντα και νομίμως φορολογηθέντα εισοδήματα και λοιπά μη αναλωθέντα κεφάλαια παρελθόντων ετών αυτού και των μελών της οικογένειάς του, προερχόμενα από την εκποίηση περιουσιακών τους στοιχείων, προσκομίζοντας - και, μάλιστα, τόσο κατά το στάδιο του ελέγχου όσο και κατά το μεταγενέστερο αυτού στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας - στοιχεία προς απόδειξη της πραγματικής βάσης των σχετικών ισχυρισμών, παραδεκτώς προεβλήθη ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου πρόσθετος λόγος προσφυγής περί επέλευσης της ένδικης περιουσιακής προσαύξησης σε χρόνο προγενέστερο της αποστολής των ένδικων εμβασμάτων. Η επίλυση του ζητήματος αυτού αποτελεί, άλλωστε, προϋπόθεση για την εξέταση του περιληφθέντος στην ενδικοφανή προσφυγή ισχυρισμού περί μη ύπαρξης, κατά το ένδικο έτος, προσαύξησης της περιουσίας του. Δεδομένου ότι τα κρίσιμα για την εξέταση του αντίστοιχου λόγου στοιχεία είχαν τεθεί υπόψη της Δ.Ε.Δ., ήταν προεχόντως νομικά, το δικάσαν δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αν η μεταφορά χρημάτων σε τράπεζα του εξωτερικού, ως μεμονωμένη τραπεζική συναλλαγή, αποτελούσε καθεαυτή προσαύξηση περιουσίας και, μάλιστα, του έτους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε το έμβασμα ή αν, αντιθέτως, περιουσιακή προσαύξηση, φορολογητέα στο οικείο οικονομικό έτος, αποτελούσε η διαφορά μεταξύ των κεφαλαίων που τροφοδότησαν τα εμβάσματα και των δηλωθέντων για το ίδιο έτος εισοδημάτων του αναιρεσίβλητου. Αδιάφορο, από της απόψεως αυτής, είναι το γεγονός ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο εσφαλμένως εξέλαβε ότι αντίστοιχος λόγος προσφυγής δεν είχε περιληφθεί στην ενδικοφανή προσφυγή του αναιρεσίβλητου, αλλά προεβλήθη το πρώτον με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, εφόσον, πάντως, καθ’ ερμηνεία των κρίσιμων άρθρων 63 του ΚΦΔιαδ και 63 του ΚΔιοικΔ, ορθώς έκρινε ότι, για το παραδεκτό της προβολής συγκεκριμένου λόγου προσφυγής, δεν απαιτείται μεν απόλυτη ταύτιση με προβληθέντα, με την ενδικοφανή προσφυγή, ισχυρισμό, πρέπει, όμως, να υπάρχει «ομοιότητα κατά τα ουσιώδη και εκάστοτε κρίσιμα στοιχεία του πραγματικού και των αιτημάτων τους». Ορθή, κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, ήταν η πληττόμενη κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση.