11 Δεκ 2025
Με την 414/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την εκκρεμή ενώπιόν του αίτηση ακυρώσεως του … …, πολίτη Βολιβίας, κατά του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία είχε ζητηθεί η ακύρωση της …/3.6.2020 απόφασης της 4ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, που είχε απορρίψει σε δεύτερο βαθμό το αίτημα του ήδη αιτούντος να του παρασχεθεί διεθνής προστασία και παραπέμφθηκε η υπόθεσή του στην αρμόδια αρχή, προκειμένου να ερευνηθεί το ενδεχόμενο χορήγησης σε αυτόν άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ειδικότερα, με την 414/2022 απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε ότι η πρόβλεψη στο τελευταίο εδάφιο της § 7 του άρθρου 15 του Ν. 3068/2002, όπως ισχύει, έχει την έννοια ότι, στις διαφορές που αφορούν στην αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, σε περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα του αιτούντος περί απαλλαγής του από την καταβολή τελών και παραβόλου που απαιτούνται για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, η προθεσμία για την καταβολή αυτών παρατείνεται έως την προτεραία της συζήτησής της μόνο εφόσον η συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως έχει προσδιορισθεί σε χρόνο που δεν απέχει πέραν των τριάντα ημερών από την έκδοση της ως άνω απορριπτικής πράξης. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται, κατά την ίδια απόφαση, από τη συστηματική ερμηνεία της ως άνω διάταξης με αυτές των άρθρων 109 και 110 του Ν. 4636/2019, που προβλέπουν σύντομες προθεσμίες άσκησης και εκδίκασης της ειδικής αυτής κατηγορίας ενδίκων βοηθημάτων, και τον σκοπό της διάταξης, που συνίσταται στην αποφυγή του ενδεχομένου λήξεως της τριακονθήμερης προθεσμίας μετά την ημερομηνία συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως και όχι στην καθιέρωση παρέκκλισης από το άρθρο 37 του Π.Δ 18/1989. Η δε κατά τα ανωτέρω ερμηνεία των διατάξεων δεν εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των διαδίκων που δεν υποβάλλουν αίτημα απαλλαγής από το παράβολο και δεν ενθαρρύνει την υποβολή καταχρηστικών τέτοιων αιτημάτων. Με τις σκέψεις αυτές και παραθέτοντας σειρά αποφάσεων των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης που έχουν εφαρμόσει τη διάταξη της § 7 του άρθρου 15 του Ν. 3068/2002 προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, το δικάσαν πρωτοδικείο διατυπώνει την κρίση ότι πρόκειται για νομικό ζήτημα που άπτεται όρου του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως και ως εκ τούτου έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, η δε επίλυσή του επιβάλλεται για λόγους ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Το ΣτΕ έκρινε ότι, κατά τη σαφή διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της § 7 του άρθρου 15 του Ν. 3068/2002, όπως ισχύει, στις διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, σύμφωνα με την περ. β της § 1 του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση, πάντως, που απορρίπτεται αίτημα για απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των νομίμων τελών και παραβόλου –όπως είναι το πραγματικό του υπό εξέταση ερωτήματος– ο αιτών υποχρεούται, επί ποινή απαραδέκτου, να καταβάλει τα δαπανήματα αυτά, εάν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έως την προτεραία της συζήτησής της στο ακροατήριο. Η ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά το γράμμα της υπαγορεύεται από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας που πρέπει να πληρούν οι δικονομικές διατάξεις, ιδίως δε εκείνες που ρυθμίζουν τους όρους πρόσβασης στην παροχή έννομης προστασίας, όπως απαιτείται τόσο από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγγυάται την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (άρθρα 108 επ. του ν. 4636/2019). Η θέσπιση, άλλωστε, διατάξεων για την εκδίκαση των διαφορών αυτών κατ’ απόκλιση από πάγιες δικονομικές διατάξεις (άρθρο 37 Π.Δ. 18/1989) ή από τα γενικώς ισχύοντα στη νομοθεσία περί αλλοδαπών, δικαιολογείται και υπαγορεύεται από την ανάγκη συγκερασμού των σκοπών της ταχείας διεκπεραίωσης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, αφενός, και της αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας στους αιτούντες διεθνή προστασία, αφετέρου. Αντιθέτως, η υιοθέτηση της υποστηριζόμενης από το διοικητικό πρωτοδικείο ερμηνευτικής εκδοχής θα συνιστούσε υπέρμετρο δικονομικό βάρος για τον διάδικο, ο οποίος θα έπρεπε να ανταποκριθεί σε δικονομική υποχρέωση, μη ευχερώς συναγόμενη από την οικεία διάταξη, η παράβαση της οποίας θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος για τυπικό λόγο. Τέλος, ζήτημα ερμηνείας της επίμαχης διατάξεως υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας, όπως τίθεται στην απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν ανακύπτει, πάντως, λυσιτελώς στην υπό κρίση υπόθεση. Αφού επέλυσε το τεθέν ζήτημα, το ΣτΕ παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης για την περαιτέρω εκδίκασή της.