21 Οκτ 2022
Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητήθηκε η ακύρωση των .../30.5.2019 και .../14.2.2019 βεβαιώσεων της Γενικής Γραμματέως Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.) του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τις οποίες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22Α του ν. 4172/2013, βεβαιώθηκε ότι οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας της αιτούσης εταιρείας για το φορολογικό έτος 2016 ήταν μηδενικές. Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 63 παρ. 1 του ΚΔΔ, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας και 8 παρ. 4 του ν.δ/τος 4486/1965, οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του ΚΔΔ, εξακολουθούν να ισχύουν, φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο προς συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη προς φορολογητέα ύλη, ατομικώς ορισμένη. Δεν υπόκεινται, αντιθέτως, σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές πράξεις οι οποίες σχετίζονται μεν με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, δεν συνδέονται, όμως, αμέσως προς συγκεκριμένο φορολογικό βάρος ή κύρωση, ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο προσδιοριζόμενη. Εξάλλου, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, διαφορά περί την αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως φόρων, τελών κ.λπ. είναι και αυτή που προκύπτει από πράξη όχι μόνον της φορολογικής, αλλά και οποιασδήποτε άλλης αρχής, η οποία, κατά την εκ του νόμου αρμοδιότητά της, κρίνει ως προς τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για την ως άνω απαλλαγή ή μείωση. Στην περίπτωση δε αυτή, η σχετική διαφορά άγεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής είτε κατά της πράξεως της άλλης αυτής αρχής είτε κατά της επακολουθούσας πράξεως της φορολογικής αρχής, η οποία, ερειδόμενη στην πρώτη πράξη, προβαίνει σε καταλογισμό φόρου. Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις πιστοποίηση των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας προβλέπεται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως προϋπόθεση, προκειμένου οι επιχειρήσεις που διενεργούν τέτοιες δαπάνες να τις εκπέσουν προσαυξημένες από τα ακαθάριστα έσοδά τους· επομένως, συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με συγκεκριμένη φορολογική υποχρέωση των εν λόγω επιχειρήσεων. Εξάλλου, η εν λόγω πιστοποίηση αφορά μόνον στον καθορισμό του οφειλομένου ποσού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος στο οποίο ανάγονται οι δαπάνες των οποίων η πιστοποίηση ζητείται, χωρίς να επάγεται για τις αιτούμενες επιχειρήσεις επιπλέον αυτοτελείς έννομες συνέπειες. Ενόψει των ανωτέρω, διαφορά, όπως η παρούσα, η οποία γεννάται από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, δεν είναι φορολογική ακυρωτική διαφορά, αλλά φορολογική διαφορά ουσίας και υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το υπό κρίση ένδικο βοήθημα αποτελεί, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του, προσφυγή ουσίας, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ΚΔΔ, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, ενόψει του ότι η σχετική διαφορά δεν έχει συγκεκριμένο χρηματικό αντικείμενο. Με τα ως άνω δεδομένα, το υπό κρίση ένδικο βοήθημα πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 του ΚΔΔ και το άρθρο μόνο περ. Α αριθ. 1 εδ. α του π.δ/τος 404/1978, για να δικασθεί ως προσφυγή ουσίας, στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.