Πρόσφατη νομολογία


21 Αυγ 2025

ΣτΕ 1355/2025 Τμ.ΣΤ: Αλληλέγγυα ευθύνη ασκούντος διοίκηση υπεράκτιας εταιρείας για πράξεις ταμειακής βεβαίωσης οφειλόμενων φόρων εισοδήματος & μεγάλης ακίνητης περιουσίας

Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1755/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 3873/2011 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας είχε επίσης απορριφθεί ανακοπή του ιδίου κατά των .../5.5.2004 και .../6.5.2008 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης και κατά της .../18.2.2010 ατομικής ειδοποίησης της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς, με την οποία κλήθηκε ο αναιρεσείων, ως αλληλεγγύως ευθυνόμενος, να καταβάλει συνολικό ποσό 3.418.002,29 ευρώ, που αντιστοιχεί σε φόρο εισοδήματος και φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της αλλοδαπής εταιρείας «… LIMITED» πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 598.267,24 ευρώ. Εν προκειμένω, τα προβαλλόμενα περί μεταβολής της πραγματικής βάσης της οικείας διοικητικής πράξης εκ μέρους του δικάσαντος δικαστηρίου, ερείδονται σε εκτίμηση πραγματικού και συγκεκριμένα, σε εκτίμηση του περιεχομένου των σχετικών διοικητικών πράξεων (έκθεσης ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της φορολογικής αρχής και της ατομικής ειδοποίησης στον αναιρεσείοντα), οι οποίες δεν συνιστούν διαδικαστικά έγγραφα· κατά δε τα, ανελέγκτως κατ’ αναίρεση, γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς, με την επίδικη ατομική ειδοποίηση, θεώρησε ότι ο αναιρεσείων «(…) ευθύνεται προσωπικώς και αλληλεγγύως με την υπόχρεη εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 115 § 2 του Ν. 2238/1994», ενώ η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων κατέστη συνυπεύθυνος για την καταβολή του επίδικου ποσού κατά τις διατάξεις των άρθρων 15 § 1 και 16 § 1 του Ν. 3091/2002, λόγω της ιδιότητάς του ως παρένθετου προσώπου – πραγματικού ιδιοκτήτη, δεν επικυρώθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εν όψει και των προβληθέντων κατ’ έφεση ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης για την εφαρμογή εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρου 115 § 2 του Ν. 2238/1994 στηρίζεται αυτοτελώς στην ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως «εν τοις πράγμασι ασκούντος τη διοίκηση της εταιρείας στην Ελλάδα» και όχι στην ιδιότητα του «δικαιούχου – πραγματικού ιδιοκτήτη» (beneficial owner), όπως εσφαλμένα υποστήριξε ο αναιρεσείων. Ούτε, άλλωστε, υφίσταται κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι μόνη η ιδιότητα του δικαιούχου και πραγματικού ιδιοκτήτη της ελεγχόμενης επιχείρησης γεννά αλληλέγγυα ευθύνη αυτού κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 § 2 του Ν. 2238/1994. Περαιτέρω, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου της ουσίας, ο αναιρεσείων ήταν ο ασκών τη διοίκηση της επίμαχης υπεράκτιας εταιρείας, κατά τον χρόνο της διακοπής οποιασδήποτε δραστηριότητας αυτής στην Ελλάδα (όπερ λογίζεται και ως χρόνος διάλυσης αυτής), νομίμως θεωρήθηκε αλληλεγγύως προς αυτήν ευθυνόμενος ως προς τις επίδικες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 115 § 2 του Ν. 2238/1994, σε συνδυασμό προς το άρθρο 101 αυτού. Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται τόσο από την αρχή του ρεαλισμού που (οφείλει να) διέπει το φορολογικό δίκαιο όσο και από τη σύγχρονη αρχή της φορολογικής διαφάνειας (η οποία εστιάζει στην απαίτηση για φανερή/διαφανή περιουσιακή/οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων, ώστε αυτή να είναι άμεσα προσιτή και ελέγξιμη από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές). Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα παρείχετο η δυνατότητα με μόνη την τύποις διατήρηση ενός μορφώματος, όπως της ως άνω εταιρείας «... LIMITED», η οποία, μετά και την πώληση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της στην Ελλάδα, είχε διακόψει κάθε δραστηριότητα και δεν είχε πλέον σταθερή παρουσία στην Ελλάδα, να καθίσταται κατ’ ουσίαν αδύνατη η είσπραξη των φορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν σε αυτήν. Τούτο δε, λόγω αφενός της ανυπαρξίας ακίνητης περιουσίας της στην Ελλάδα και αφετέρου της μη δυνατότητας διασταύρωσης τυχόν στοιχείων σχετικά με την περιουσία της σε άλλες χώρες με αξιόπιστα στοιχεία από τη χώρα της έδρας της εταιρείας. Επομένως, εν όψει των ανωτέρω, παρίσταται νόμιμη η κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, απορριπτομένων εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμων όλων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων και δη των εχόντων ως βάση ότι κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις το ζήτημα της λύσης της εταιρείας εν προκειμένω έπρεπε να κριθεί κατά το δίκαιο της έδρας της αλλοδαπής ως άνω εταιρείας. (Μειοψ.).


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1355/2025 Τμ.ΣΤ - Πλήρες κείμενο »