Πρόσφατη νομολογία


26 Σεπ 2023

ΣτΕ 1325/2023 Τμ.Γ: Πρόσληψη εμμίσθων Δικηγόρων από Επιμελητήρια & σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων-Παραπομπή στην 7μελή σύνθεση

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση α) της .../30.9.2021 πράξης του Προέδρου του Επιμελητηρίου Κορινθίας με την οποία προσλήφθηκε, με σχέση έμμισθης εντολής, σε οργανική θέση δικηγόρου στην Υπηρεσία Γενικού Εμπορικού Μητρώου του Επιμελητηρίου Κορινθίας η ..., κατά παράλειψη της αιτούσας β) του .../10.8.2021 πρακτικού της πενταμελούς Επιτροπής Επιλογής με το οποίο επελέγη στην επίμαχη θέση η ... και γ) του .../16.7.2021 πρακτικού της πενταμελούς Επιτροπής Επιλογής στο οποίο ενσωματώθηκε η προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων. Με την 858/2023 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά τις νομικές του υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος σε ορισμένο εντολέα σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος με πάγια περιοδική αμοιβή. Ως νομικός ή δικαστικός σύμβουλος δε θεωρείται εκείνος ο οποίος, άσχετα με τον τίτλο της θέσης που κατέχει και την ονομασία που έλαβε κατά την πρόσληψή του ή μεταγενέστερα, δεν ασχολείται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα του προς τρίτους, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων σ’ αυτόν και στα όργανα του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους. Η διάκριση αυτή μεταξύ εμμίσθων δικηγόρων που ασχολούνται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα τους και εκείνων που έχουν αποκλειστικά την ιδιότητα του νομικού ή δικαστικού συμβούλου έχει σημασία για την ακολουθητέα διαδικασία πρόσληψής τους στους φορείς του δημοσίου τομέα, διότι ο Κώδικας Δικηγόρων ρητώς εξαιρεί από τη διαδικασία που διαγράφεται στην παρ. 2 του άρθρου 43 την πρόσληψη των τελευταίων. Εντούτοις, όταν συντρέχει η παραπάνω εξαίρεση, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, ο κοινός νομοθέτης (τυπικός ή κανονιστικός) υποχρεούται, ενόψει των ορισμών του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, να προβλέπει διαδικασία και κριτήρια πρόσληψης που προσιδιάζουν στη φύση και το αντικείμενο των θέσεων αυτών και παρέχουν εχέγγυα διαφάνειας και αξιοκρατίας παρόμοια με εκείνα της διαδικασίας που διαγράφεται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων˙ και τούτο, προκειμένου να μην παραβιάζεται η ανωτέρω συνταγματική διάταξη, η οποία, αναφερόμενη αδιακρίτως σε θέσεις το αντικείμενο των οποίων προσιδιάζει σε σχέση εντολής, καταλαμβάνει κάθε μορφή δικηγορίας που παρέχεται, κατά τις διακρίσεις της κείμενης νομοθεσίας, υπό καθεστώς έμμισθης εντολής στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Και ναι μεν οι θέσεις στις οποίες προσλαμβάνονται οι νομικοί σύμβουλοι ή οι προϊστάμενοι δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, θέσεις αυξημένης ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις των δικηγόρων που έχουν ως αποκλειστικό καθήκον τη δικαστική εκπροσώπηση του φορέα, τούτο όμως δεν αρκεί, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, για την πρόσληψή τους άνευ οποιασδήποτε αξιοκρατικής διαδικασίας, κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια του οργάνου που διοικεί τον φορέα. Εξ άλλου, η βάσει αξιοκρατικών κριτηρίων και διαδικασίας πλήρωση άλλων θέσεων ευθύνης στη δημόσια διοίκηση αποτελεί τον κανόνα για τον κοινό νομοθέτη κατ’ εφαρμογήν της συνταγματικής αρχής της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα. Δεν συντρέχει δε αποχρών λόγος διαφοροποίησης ως προς τον κανόνα αυτόν σε σχέση με τους νομικούς συμβούλους ή τους προϊσταμένους δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας των φορέων του δημοσίου τομέα, οι οποίοι δεν είναι μετακλητοί υπάλληλοι, αλλά συνδέονται με το νομικό πρόσωπο με σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία, για τους εμμίσθους δικηγόρους που απασχολούνται σε υπηρεσίες του δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., στις οποίες υπηρετούν υπάλληλοι που απολαύουν μονιμότητας, λύεται με καταγγελία μόνο για σπουδαίο λόγο. Συνεπώς, η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Κώδικα Δικηγόρων που ορίζει ότι η πρόσληψη προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου στους φορείς του δημοσίου τομέα γίνεται με απόφαση οργάνου του φορέα, ερμηνευόμενη σε συμφωνία με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 103 παρ. 7 εδαφ. Δεύτερο Συντ., δεν έχει την έννοια ότι καταλείπεται στην ειδική νομοθεσία που διέπει το νομικό πρόσωπο, στο οποίο θα προσληφθεί προϊστάμενος δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας ή νομικός σύμβουλος, ευχέρεια επιλογής αν θα υποβάλλεται ή όχι η πρόσληψη αυτή σε παρόμοια προς τις διατάξεις του Κώδικα διαδικασία επιλογής, αλλά προϋποθέτει ότι μια τέτοια διαδικασία προηγείται, σε κάθε περίπτωση, της απόφασης πρόσληψης, εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ενόψει της σπουδαιότητας του προεκτεθέντος ζητήματος το Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1325/2023 Τμ.Γ - Πλήρες κείμενο »