Πρόσφατη νομολογία


23 Φεβ 2023

ΣτΕ 1267/2022 Τμ.Β: Δεν απορρέει δεσμευτικό για το δικαστήριο δεδικασμένο από το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού για πρόστιμο ΦΠΑ

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της απόφασης 3241/2015 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της πράξης …/18.2.2004 του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Με την εν λόγω πράξη απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά του …/2.10.2013 φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2005, με το οποίο ο Προϊστάμενος του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών είχε καταλογίσει σε βάρος της φόρο εισοδήματος 209.404,99 ευρώ και πρόσθετο φόρο λόγω ανακρίβειας 251.285,99 ευρώ. Με τον θεσμό του δικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος εισήχθη στην φορολογική δικονομία το πρώτον με το άρθρο 1 του ν. δ. 4600/1966 και αποτελεί ειδικότερη μορφή διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς, δίδεται η δυνατότητα στους διαδίκους, κατόπιν επίτευξης μεταξύ τους συμφωνίας, να προτείνουν ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου και σε κάθε στάση της δίκης την κατάργησή της. Όπως έχει κριθεί, ο δικαστικός συμβιβασμός, ο οποίος λαμβάνει χώρα με την σύμπραξη του φορολογουμένου, τερματίζει την διαδικασία βεβαίωσης του φόρου με την έκδοση νέας διοικητικής πράξης, η οποία, συνεπεία της κατάργησης της δίκης, ισχύει εφεξής για την συγκεκριμένη υπόθεση. Έχει επίσης κριθεί ότι, όπως συνάγεται από την αρχή της βεβαιότητας του φόρου, το υπογραφόμενο από την φορολογική αρχή και τον φορολογούμενο πρακτικό εξώδικης λύσης της διαφοράς, έχει τα «αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης» και, ως εκ τούτου, αποκλείεται πάσα περαιτέρω αμφισβήτηση των αποτελεσάντων αντικείμενο της λύσης αυτής)· η πρόσδοση, δε, από τον νομοθέτη αποτελεσμάτων αμετάκλητης απόφασης στα πρακτικά του δικαστικού συμβιβασμού γίνεται προκειμένου να αποσαφηνισθεί ότι η βάσει αυτού φορολογική εγγραφή καθίσταται οριστική, υπό την έννοια ότι το σχετικό πρακτικό δεν μπορεί ούτε να ανακληθεί ούτε να προσβληθεί με ένδικα βοηθήματα ή μέσα, με εξαίρεση τα ζητήματα που αφορούν την συνδρομή των προϋποθέσεων σύναψης του συμβιβασμού, τα οποία και μόνον μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής αμφισβήτησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, από τα πρακτικά δικαστηρίου στα οποία καταχωρίζεται δήλωση περί συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, δεν απορρέει δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 197 του ΚΔιοικΔ, διότι με την σύνταξή τους περατώνεται η προπεριγραφείσα διοικητική διαδικασία σύμπτωσης των απόψεων της φορολογικής διοίκησης και του υπόχρεου σε φόρο, χωρίς να έχει προηγηθεί διάγνωση της διαφοράς από το διοικητικό δικαστήριο. Οι εν λόγω διατάξεις, συνεπαγόμενες από την φύση τους σοβαρές συνέπειες στην περιουσιακή κατάσταση των φορολογουμένων, ερμηνεύονται υπό το φως της συνταγματικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου και τις ειδικότερες εκφάνσεις της, ήτοι τις αρχές της σαφήνειας και προβλεψιμότητας των φορολογικών διατάξεων, προκειμένου ο φορολογούμενος να προγραμματίζει την διεκπεραίωση των φορολογικών του οφειλών, χωρίς να αιφνιδιάζεται και χωρίς να αποστερείται του δικαιώματος απόδειξης και ανταπόδειξης σε διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ αυτού και της φορολογικής διοίκησης, επί αντικειμένων εκτός του πεδίου του δικαστικού συμβιβασμού. Έτσι, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ο επιμελής φορολογούμενος, αποδεχόμενος τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου και την, βάσει αυτού, πράξη επιβολής σε βάρος του προστίμου λόγω παράβασης του ΚΒΣ (για λήψη εκ μέρους του τιμολογίων εικονικών ως προς το πρόσωπο του εκδότη), προσέρχεται σε δικαστικό συμβιβασμό επί της ως άνω διαφοράς (του ΚΒΣ), γνωρίζοντας ότι ο συμβιβασμός αυτός επάγεται οριστικοποίηση της φορολογικής του υποχρέωσης στο πεδίο του ΚΒΣ και μόνον. Επομένως, ο ως άνω συμβιβασμός δεν επάγεται εκ προοιμίου αποδοχή εκ μέρους του φορολογουμένου των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου και σε άλλες φορολογίες (εισοδήματος ή/και φόρου προστιθέμενης αξίας), όπου τίθεται παρεμπιπτόντως ζήτημα στοιχειοθέτησης ή μη της παράβασης του ΚΒΣ (για την αυτή διαχειριστική περίοδο). Ως εκ τούτου, ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει, ενώπιον της διοίκησης και των δικαστηρίων, την στοιχειοθέτηση της ως άνω παράβασης του ΚΒΣ και να θέσει υπό δικαστική κρίση το ζήτημα, ως παρεμπίπτον, της συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπό του, σε διαφορά αναφυόμενη στη φορολογία εισοδήματος ή/και προστιθέμενης αξίας, δεδομένου ότι δέσμευση για το δικαστήριο της φορολογίας εισοδήματος ή προστιθέμενης αξίας προκύπτει μόνον από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, όπου το ζήτημα αυτό (στοιχειοθέτηση παράβασης του ΚΒΣ) κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο της φορολογίας εισοδήματος (ή/και προστιθέμενης αξίας), επιλαμβανόμενο προσφυγής του φορολογουμένου κατά της πράξης καταλογισμού του φόρου, βάση της οποίας αποτελεί η εκ μέρους του παράβαση του ΚΒΣ, δεν δεσμεύεται από γενόμενο δικαστικό συμβιβασμό ως προς την πράξη επιβολής προστίμου για την παράβαση αυτή, αλλά οφείλει, εφόσον προβληθεί σχετικός λόγος προσφυγής, να προβεί σε (παρεμπίπτουσα) κρίση ως προς την στοιχειοθέτησή της (εν προκειμένω, από την άποψη της συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπο του λήπτη εικονικού τιμολογίου). (Μειοψ.). Έσφαλε εν προκειμένω το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι το αποτέλεσμα του δικαστικού συμβιβασμού για την παράβαση του ΚΒΣ (της αυτής διαχειριστικής περιόδου) δέσμευε την φορολογική αρχή και την αναιρεσείουσα και ως προς τον καταλογισμό του φόρου εισοδήματος, και ότι, ως εκ τούτου, ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε το δικαστήριο της ουσίας μπορούν να εξετάσουν, στο πλαίσιο ενδικοφανούς και ένδικης προσφυγής, το ζήτημα της συνδρομής ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο της τελευταίας.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1267/2022 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο »