7 Φεβ 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 2422/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά του .../4.8.2006 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημιώσεως του Δασάρχη Πειραιά. Με την πράξη αυτή είχε επιβληθεί σε βάρος τους η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 ειδική αποζημίωση, ποσού 175.965 ευρώ, για τη διατήρηση αυθαίρετου κτίσματος εντός δασικής αναδασωτέας εκτάσεως στη θέση «Μετόχι» Σχιστού της περιφέρειας του Δήμου Περάματος Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 8.5.2003 έως 23.12.2005. Με την κρινόμενη αναίρεση προβλήθηκε ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι «δεν επιτρέπεται να εξετάσει πλημμέλειες της πράξης κατεδάφισης ...» διότι έπρεπε να εξετάσει τον ισχυρισμό ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, νομέα, κατόχου ή εργολάβου της επίδικης εκτάσεως και να τον κάνει δεκτό ως βάσιμο. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της προβολής του λόγου αυτού, ενόψει του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι η αναιρεσιβαλλομένη τελούσε σε αντίθεση προς την απόφαση ΣτΕ 1040/2017, με την οποία κρίθηκε ότι η ειδική αποζημίωση επιβάλλεται κατ’ αυτού που ήταν «κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα κύριος, νομέας ή κάτοχος του κατεδαφιστέου κτίσματος». Ανεξαρτήτως, όμως, του παραδεκτού της προβολής του από την άποψη της τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ο λόγος αυτός κρίθηκε αβάσιμος, καθόσον η ως άνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, η οποία στηρίζεται στην, ανέλεγκτη κατ’ αναίρεσιν, εκτίμηση του εν λόγω δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί αυτοί των αναιρεσειόντων είχαν κριθεί με την 53/2005 απορριπτική απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της σχετικής διαταγής κατεδαφίσεως, δεν έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση οι αναιρεσείοντες, χωρίς να αμφισβητούν την δοθείσα από την αναιρεσιβαλλομένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990, προέβαλαν ότι η ίδια ως άνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι «δεν επιτρέπεται να εξετάσει πλημμέλειες της πράξης κατεδάφισης ...» είναι εσφαλμένη διότι έπρεπε να εξετάσει τον ισχυρισμό ότι η εταιρεία, της οποίας είναι εταίροι, προέβη με χρήση υγιών χωμάτων και σκύρων, σε διαμόρφωση του εδάφους, κατάλληλου για τη χρήση που μισθώθηκε νομίμως από τον ιδιοκτήτη (Εκκλησία της Ελλάδος), ενέργεια που δεν συνιστά παράνομη πράξη ούτε ανέγερση κτίσματος ή κατασκευάσματος ούτε εγκατάσταση, αφού εν προκειμένω πρόκειται για την τοποθέτηση εμπορευματοκιβωτίων, που αποτελούν κινητά πράγματα, τα οποία εναποτίθενται στο έδαφος, χωρίς σταθερή σύνδεση με αυτό, τα οποία, μάλιστα, απομακρύνθηκαν αμέσως από τον επίδικο χώρο, μέσα στον πρώτο μήνα από την εναπόθεσή τους. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της προβολής του λόγου αυτού, ενόψει του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, προβλήθηκε έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ζήτημα αν τα αυτοκίνητα (φορτηγά-νταλίκες) και τα εμπορευματοκιβώτια που μεταφέρονται με αυτά θεωρούνται «κτίσμα, κατασκεύασμα ή εγκατάσταση» και ως προς το ζήτημα της ορθότητας του τρόπου υπολογισμού του εμβαδού τους. Ανεξαρτήτως, όμως, του παραδεκτού της προβολής του από την άποψη της τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ο λόγος αυτός κρίθηκε αβάσιμος διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990 συνάγεται ότι οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν την πραγματοποίηση κάθε είδους εγκαταστάσεως, υπό ευρεία έννοια, μέσα σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, καταστρώνουν δε διαδικασία όχι μόνο για την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων, αλλά και για την απομάκρυνση κατασκευών ή εγκαταστάσεων που δεν αποτελούν μεν κτίσματα, τοποθετούνται, όμως, ή δημιουργούνται ή εναποτίθενται σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.