23 Ιουλ 2020
Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων, με την συγκρότηση αυξημένων εγγυήσεων, ως εκ της συμμετοχής ως μελών τους ανώτερων ή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, αποφαινόμενα δε, με πλήρη δικαιοδοσία, κατά τρόπο δεσμευτικό, κατόπιν οργανωμένης διαδικασίας που προβλέπεται αναλυτικά στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, σύμφωνα με την οποία οι θιγόμενοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται (αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο) ενώπιον των ως άνω συμβουλίων, να υποβάλλουν υπομνήματα, καθώς και να ασκούν έφεση κατά της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, συνιστούν “δικαστήρια”, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, στις εν λόγω διαφορές εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού στην περίπτωση των διαφορών αυτών η εθνική νομοθεσία επιτρέπει στους ενδιαφερομένους την πρόσβαση σε όργανο που αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 6. Περαιτέρω, τυχόν παραβίαση των απορρεουσών από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ αρχών της δίκαιης δίκης, κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον των ως άνω συμβουλίων διαδικασία, δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί στο πλαίσιο της παρούσας δίκης με το ασκηθέν ένδικο βοήθημα, διότι τούτο θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτο, κατ’ άρθρο 95 του Συντάγματος, έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσεων δικαστικών αρχών και αφού, άλλωστε, για την επίδικη κατηγορία υποθέσεων δεν προβλέπεται άσκηση ενδίκου μέσου πλην προσφυγής – εφέσεως ενώπιον συμβουλίου του άρθρου 92 παρ. 3 του Συντάγματος. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα προβαλλόμενα ότι το ανέλεγκτο των πειθαρχικών αποφάσεων των κατ’ άρθρο 92 παρ. 3 του Συντάγματος συμβουλίων παραβιάζει τις εγγυήσεις περί δίκαιης δίκης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι, όπως υποστηρίζεται, τα εν λόγω συμβούλια δεν συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστές, οι συνεδριάσεις τους δεν είναι δημόσιες και οι αποφάσεις τους δεν δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση, ενώ δεν διασφαλίζεται, κατά τη διαδικασία ενώπιόν τους, η τήρηση των αρχών της ισότητας των όπλων και της εκατέρωθεν ακρόασης.