Πρόσφατη νομολογία


15 Ιουλ 2025

ΣτΕ 1152/2025 Τμ.Α: Ευθύνη Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς αποζημίωση λόγω έκδοσης παράνομης & δυσμενούς πράξης κατά την άσκηση εποπτείας

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 718/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία συνεκδικάστηκαν αντίθετες εφέσεις του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. (Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) και της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της 6944/2013 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Η μεν έφεση της αναιρεσίβλητης απορρίφθηκε στο σύνολό της, η δε έφεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έγινε εν μέρει δεκτή, μεταρρυθμίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εν λόγω Επιτροπής να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που είχε υποστεί από παράνομη πράξη οργάνων της Επιτροπής αυτής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (παράνομη ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αναιρεσίβλητης). Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή της αναιρεσίβλητης και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να της καταβάλει χρηματικό ποσό για την ίδια αιτία. Η αναιρεσίβλητη εταιρεία αιτήθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο την άρση της αμφισβήτησης, η οποία είχε προκύψει -σύμφωνα με την ίδια- ένεκα της αντίθεσης της 1607/2016 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της 977/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου ως προς το κρίσιμο στην προκειμένη υπόθεση ζήτημα, σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση και την έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης των οργάνων που έχουν αρμοδιότητα εποπτείας επί της Κεφαλαιαγοράς από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητάς τους, με το Α.Ε.Δ. να απορρίπτει την αίτηση λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτούσας. Εν προκειμένω, δυνάμει της 299/2006 απόφασης του Σ.τ.Ε. ακυρώθηκε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία είχε ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της αναιρεσίβλητης εταιρείας και είχε τεθεί αυτή υπό εκκαθάριση, ενώ παράλληλα, με τη συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε ότι η προσβληθείσα ανακλητική απόφαση, ως προς το αιτιολογικό αναφορικά με την προσαπτόμενη στην εταιρεία παράβαση, ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι αφενός δεν προσδιοριζόταν με την απόφαση αυτή συγκεκριμένα αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε εκλάβει ως αλλαγές στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης την αλλαγή του διευθύνοντος συμβούλου, την αύξηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου (από 5 σε 7) ή άλλο γεγονός, αφετέρου δεν χαρακτηρίζονταν ως ουσιώδεις οι αλλαγές αυτές, όπως επιβαλλόταν από τη σχετική ρήτρα της άδειας λειτουργίας της εταιρείας. Τέλος, με την τελευταία απόφαση κρίθηκε ότι η ανάθεση καθηκόντων γενικού διευθυντή και εν γένει διαχειριστικών αρμοδιοτήτων στον Γ.Α. δεν συνιστούσε ουσιώδη μεταβολή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, με την υπό κρίση αίτηση πλήττεται η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου περί ευθύνης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε, σχετικά με τη θεμελίωση της ευθύνης της εν λόγω Επιτροπής προς αποζημίωση για τη ζημία που φέρεται ότι υπέστη η αναιρεσίβλητη εταιρεία από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της (κατά 105-106 ΕισΝΑΚ), διότι η ευθύνη αυτής προς αποζημίωση μπορεί να γεννηθεί όχι με οποιαδήποτε παρανομία των οργάνων της, αλλά μόνο σε περίπτωση πρόδηλου και βαρέος σφάλματος αυτών. Η επικαλούμενη απόφαση 3783/2014 Σ.τ.Ε. δεν καταλαμβάνει τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις, αλλά τις διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας (ν.δ. 400/1970), αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι εποπτευόμενα, εν αντιθέσει με την αναιρεσείουσα εταιρεία εις βάρος της οποίας εξεδόθη δυσμενής διοικητική πράξη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι επικαλούμενες αποφάσεις δεν αντιμετωπίζουν το διαφορετικό επίδικο ζήτημα της ευθύνης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς αποζημίωση στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω Επιτροπή, στο πλαίσιο της ασκούμενης από αυτήν εποπτείας, εκδίδει σε βάρος συγκεκριμένου εποπτευόμενου (επιχείρησης ή φυσικού προσώπου), παράνομη και δυσμενή πράξη. Περαιτέρω, ο εν λόγω εποπτευόμενος διαθέτει τη δυνατότητα, ανεξάρτητα από τον πρόδηλο ή μη χαρακτήρα του σφάλματος των οργάνων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να επιδιώξει πλήρη αποζημίωση για την προκληθείσα σε αυτόν ζημία, κατ’ ευθεία και όχι κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και επέβαλε στην αναιρεσείουσα Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη δικαστική δαπάνη.


Σύνδεσμος

ΣτΕ 1152/2025 Τμ.Α - Πλήρες κείμενο »